Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Γιά τον Μεγάλο Κανόνα


Του Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης Συμεών

Ὁ Μέγας Κανών, ποὺ συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης, ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κι ἕνας ἀπ᾿ τοὺς πιὸ ἐξέχοντες ἐκπροσώπους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεώς μας, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑπέροχους καὶ περισσότερο γνωστοὺς ὕμνους στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ψάλλεται τμηματικὰ τὶς τέσσερις πρῶτες ἡμέρες τῆς Καθαρῆς Ἑβδομάδας καὶ ὁλόκληρος τὴν Πέμπτη τῆς ε´ ἑβδομάδας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀποτελεῖ ἕνα ἐγερτήριο σάλπισμα ποὺ ἀποβλέπει στὸ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει μέσα ἀπὸ τὴ συντριβὴ καὶ τὴ μετάνοια κοντὰ στὸν Θεό.
Ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι ὕμνος βαθιᾶς συντριβῆς καὶ συγκλονιστικῆς μετανοίας. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ αἰσθάνεται τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας· ποὺ γεύεται τὴν πικρία τῆς μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ ζωῆς· ποὺ κατανοεῖ τὶς τραγικὲς διαστάσεις τῆς ἀλλοτριώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὴν πτώση καὶ τὴν ἀποστασία της ἀπὸ τὸν Θεό, συντρίβεται. Κατανύσσεται. Ἀναστενάζει βαθιὰ καὶ ξεσπᾶ σὲ θρῆνο γοερό. Ἕναν θρῆνο ὅμως ποὺ σώζει, διότι ἀνοίγει τὸν δρόμο τῆς μετανοίας. Τὸν δρόμο ποὺ ἐπαναφέρει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη κοντὰ στὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ τὸ πλήρωμα τῆς ἄρρητης χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης.
† ὁ Ν. Σ. Σ.

Εἰσαγωγή

1. Ἡ δομή του
Τὸ πιὸ ἀξιόλογο καὶ περισσότερο γνωστὸ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Μέγας Κανών. Ξεχωρίζει ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς Κανόνες του γιὰ τὴν πρωτοτυπία του καὶ τὴν ἔκτασή του. Ἡ ἔκτασή του αὐτὴ εἶναι ᾿κείνη ποὺ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν ὀνομασία Μέγας. Ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ εὐγενέστερα προϊόντα βαθιᾶς θρησκευτικῆς πείρας. Ἡ ἀξία του ἀπὸ πλευρᾶς θρησκευτικῆς καὶ αἰσθητικῆς εἶναι μεγάλη καὶ κατέχει ἐκλεκτὴ θέση στὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ποίηση καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐννιὰ Ὠδές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ β´ καὶ ἡ γ´ ἔχουν ἀπὸ δύο Εἱρμοὺς καὶ ἡ Ϛ´ διαιρεῖται σὲ δύο τμήματα. Τὸ δεύτερο τμῆμα της δὲν ἔχει δικό του Εἱρμό. Ἴσως παλαιότερα νὰ εἶχε καὶ στὸν τελικὸ καταρτισμὸ τοῦ Τριῳδίου νὰ ἐξέπεσε. Μπροστὰ ἀπὸ κάθε τροπάριό του ἔχει τεθεῖ στίχος ἀπ᾿ τοὺς Μακαρισμούς. Σχετικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ καὶ τὴν τάξη τῶν τροπαρίων πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχει μιὰ ποικιλία στὰ χειρόγραφα κι ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ ξέρουμε ἀπόλυτα ποιά εἶναι γνήσια καὶ ποιά παρέμβλητα. Τὰ τροπάρια ποὺ ἀναφέρονται στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν προέρχονται ἀπὸ τὴ γραφίδα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ἀλλ᾿ ὅτι εἶναι μεταγενέστερα. (Στὸ συμπέρασμα αὐτὸ καταλήγουν ὅλοι οἱ ἐρευνητές, γι᾿ αὐτὸ κι ἐμεῖς τὰ παραλείψαμε στὴν παρούσα ἐργασία). Σύμφωνα μὲ τὸ Τριώδιο ποὺ βρίσκεται στὴ λειτουργικὴ χρήση τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ὁποῖο κι ἐμεῖς στηριχτήκαμε (ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960)*, ὁ ἀριθμὸς τῶν τροπαρίων ἔχει ὡς ἑξῆς· α´ 25, β´ 41, γ´ 28, δ´ 29, ε´ 23, Ϛ´ 33, ζ´ 22, η´ 22, καὶ θ´ 27. Συνολικὰ δηλαδὴ ὁ Μέγας Κανὼν ἀποτελεῖται ἀπὸ 11 Εἱρμοὺς καὶ 250 τροπάρια. Κατὰ μιὰ ἐκδοχὴ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἔγραψε τόσα τροπάρια, ὅσοι εἶναι καὶ οἱ στίχοι τῶν ἐννιὰ βιβλικῶν ὠδῶν.

2. Τὰ περιστατικὰ τῆς συγγραφῆς
Τὰ περιστατικὰ κάτω ἀπ᾿ τὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος Ἀνδρέας συνέθεσε τὸν Κανόνα δὲ μᾶς εἶναι γνωστά. Δὲν ἔχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες, ποὺ νὰ ἀναφέρονται στὸν χρόνο, τὸν τόπο καὶ τὰ πλαίσια τῆς συνθέσεώς του. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ μιὰ κάποια βοήθεια μᾶς δίνουν μερικὰ προσωπικὰ στοιχεῖα καὶ ἐνδείξεις τοῦ ἴδιου τοῦ Κανόνος. Ὁ ποιητὴς μερικὲς φορὲς ἀναφέρεται στὴν ἡλικία του· «Ἐρριμμένον με, Σωτήρ, / πρὸ τῶν πυλῶν σου / κἂν ἐν τῷ γήρει... / ἀλλὰ πρὸ τοῦ τέλους / ...» (α´ 13)· «Ἐκ νεότητος, Σωτήρ, / τὰς ἐντολάς σου ἐπαρωσάμην, / ὅλον ἐμπαθῶς, / ἀμελῶν, ραθυμῶν / παρῆλθον τὸν βίον...» (α´ 20)· «Ὁ χρόνος ὁ τῆς ζωῆς μου / ὀλίγος...» (δ´ 23. Βλέπε καὶ δ´ 2, η´ 6 κ.ἄ.). Ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐνδείξεις πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ ποιητὴς συνέθεσε τὸν Κανόνα σὲ ἡλικία προχωρημένη.
Τὸ τελευταῖο τροπάριο τοῦ Μεγάλου Κανόνος μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα γιὰ ἕνα ἀκριβέστερο καθορισμὸ τοῦ τόπου συγγραφῆς· «Τὴν πόλιν σου φύλαττε, / Θεογεννῆτορ ἄχραντε· / ἐν σοὶ γὰρ αὕτη / πιστῶς βασιλεύουσα, / ἐν σοὶ καὶ κρατύνεται / καὶ διὰ σοῦ νικῶσα...». Φαίνεται δηλαδὴ ὅτι ὁ ἅγιος Ἀνδρέας συνέγραψε τὸν Κανόνα στὴν Κωνσταντινούπολη εἴτε πρὶν ἐκλεγεῖ ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης εἴτε μετά, σὲ κάποιο ταξίδι του καὶ μάλιστα κοντὰ χρονικὰ σὲ κάποια ἐπιτυχὴ ἀπόκρουση βαρβαρικῆς ἐπιδρομῆς («ἐν σοὶ κρατύνεται», «διὰ σοῦ νικῶσα», «τροποῦται πάντα πειρασμόν», «σκυλεύει πολεμίους»). Ἴσως τῶν Ἀράβων τὸ 717.

3. Τὸ θέμα του
Τὸ Συναξάριο τῆς Πέμπτης τῆς ε´ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν (τῆς ἡμέρας δηλαδὴ ποὺ ψάλλεται ὁ Μέγας Κανὼν) ὡς ἑξῆς ἀναφέρεται στὸ θέμα, τὸ περιεχόμενο καὶ τοὺς σκοποὺς τοῦ ποιήματος· «πᾶσαν γὰρ Παλαιᾶς καὶ Νέας Διαθήκης ἱστορίαν ἐρανισάμενος καὶ ἀθροίσας, τὸ παρὸν ἡρμόσατο μέλος, ἀπὸ Ἀδὰμ δηλαδὴ μέχρι καὶ αὐτῆς τῆς Χριστοῦ Ἀναλήψεως καὶ τοῦ τῶν Ἀποστόλων κηρύγματος. Προτρέπεται γοῦν διὰ τούτου πᾶσαν ψυχήν, ὅσα μὲν ἀγαθὰ τῆς ἱστορίας ζηλοῦν καὶ μιμεῖσθαι πρὸς δύναμιν, ὅσα δὲ τῶν φαύλων ἀποφεύγειν, καὶ ἀεὶ πρὸς Θεὸν ἀνατρέχειν διὰ μετανοίας, διὰ δακρύων καὶ ἐξομολογήσεως, καὶ τῆς ἄλλης δηλονότι εὐαρεστήσεως». Θέμα δηλαδὴ τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶναι ἡ παρουσίαση τῆς τραγικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ θερμὴ παρακίνησή του νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει κοντὰ στὸν ζώντα καὶ ἀληθινὸ Θεό.
Ἡ διαπραγμάτευση τοῦ θέματος εἶναι πρωτότυπη, ἔντονα δραματικὴ καὶ πλαισιώνεται ἀπὸ τὴ χρήση ἑνὸς πλήθους παραδειγμάτων ἀποβλέπει στὴν παρακίνηση τῆς ψυχῆς νὰ μιμηθεῖ τὶς καλὲς πράξεις τῶν εὐσεβῶν καὶ ν᾿ ἀποφύγει τὶς κακὲς τῶν ἀσεβῶν. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ βιβλικὰ παραδείγματα εἶναι παρμένα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Αὐτὸ κυρίως γίνεται στὶς πρῶτες ὀκτὼ Ὠδὲς (ὅπου, βέβαια, ἀναφέρονται σποραδικὰ πρόσωπα καὶ γεγονότα καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης). Μᾶς τὸ ὑπογραμμίζει καὶ ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς στὸ τροπάριο θ´ 2· «Μωσέως παρήγαγον, /ψυχή, τὴν κοσμογένεσιν / καὶ ἐξ ἐκείνου / πᾶσαν ἐνδιάθετον / γραφὴν ἱστοροῦσάν σοι / δικαίους καὶ ἀδίκους, / ὧν τοὺς δευτέρους, ὦ ψυχή, / ἐμιμήσω, οὐ τοὺς πρώτους, / εἰς Θεὸν ἐξαμαρτήσασα».
Τὰ βιβλικὰ πρόσωπα, ποὺ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τὸν ποιητή, κρίνονται ἀνάλογα μὲ τὴ συμπεριφορά τους πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν νόμο Του καὶ τὴ διαγωγή τους μὲς στὴν Ἰσραηλιτικὴ κοινωνία. Ἔτσι προβάλλεται ἰδιαίτερα ἡ παιδαγωγική τους ἀξία. Τόσο τῶν θετικῶν παραδειγμάτων, ποὺ θὰ πρέπει νὰ μιμηθεῖ ὁ πιστός, ὅσο καὶ τῶν ἀρνητικῶν, ποὺ ὀφείλει ν᾿ ἀποφύγει.
Ὁ ἱερὸς Ἀνδρέας ἀντλεῖ τὶς ὑποθέσεις του ἀπὸ διάφορα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ περισσότερες εἶναι παρμένες ἀπὸ τὴ Μωσαϊκὴ Πεντάτευχο, δὲν λείπουν ὅμως καὶ ἀπὸ ἄλλα βιβλία, ὅπως τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, τῶν Κριτῶν, τῶν Βασιλειῶν, τῶν Ψαλμῶν, τοῦ Ἰώβ, τοῦ Ἰωνᾶ, τοῦ Ἱερεμία καὶ τοῦ Δανιήλ.
Ἡ θ´ ᾠδὴ εἶναι ἡ μόνη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη (Λουκ. 1,46-55), γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τὰ παραδείγματα τῶν τροπαρίων της τὰ δανείστηκε ἀποκλειστικὰ ἀπ᾿ αὐτήν. Τὸ δηλώνει ἄλλωστε ὁ ἴδιος στὸ τέταρτο τροπάριό της, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ ἀρχίζει τὴ χρήση Καινοδιαθηκικῶν παραδειγμάτων· «Τῆς Νέας παράγω σοι / Γραφῆς τὰ ὑποδείγματα / ἐνάγοντά σε, / ψυχή, πρὸς κατάνυξιν· / δικαίους οὖν ζήλωσον, / ἁμαρτωλοὺς ἐκτρέπου...». Τὰ παραδείγματα αὐτὰ ἀναφέρονται κυρίως στὸν Χριστὸ καὶ τὰ θαύματά Του καὶ εἶναι ὅλα παρμένα ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια.


4. Ἡ χρήση του
Ὁ Μέγας Κανὼν ἀπὸ τὴν ἀρχή, φαίνεται, προορίστηκε γιὰ τὴ λατρεία. Αὐτὸ συμπεραίνουμε ἀπ᾿ τὸ ποιητικὸ εἶδος του, τὴ σύνδεσή του μὲ τὶς Βιβλικὲς ὠδές, ποὺ ἦταν στὴ λειτουργικὴ χρήση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, καὶ τὴν ὅλη διάρθωσή του μὲ τὶς ἱκεσίες, τὶς λατρευτικὲς ἐπικλήσεις καὶ τὰ ἄλλα λειτουργικά του στοιχεῖα. Ποῦ καὶ πότε ἀκριβῶς πρωτομπῆκε στὴ λειτουργικὴ χρήση δὲν μᾶς εἶναι γνωστό. Ἴσως σὲ Ἐκκλησίες τῆς Κρήτης, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε καὶ ἐπισκόπευε ὁ Ἅγιος.
Σήμερα, στὴ λειτουργικὴ πράξη ποὺ ἐπικράτησε, ὁ Μέγας Κανών, ὅπως εἶναι γνωστό, ψάλλεται στὸν Ὄρθρο τῆς Πέμπτης τῆς ε´ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἡμέρα ἐπικράτησε νὰ λέγεται «Πέμπτη τοῦ Μεγάλου Κανόνος». Στὰ μοναστήρια συνεχίζεται ἡ παλαιὰ τάξη νὰ ψάλλεται στὸν Ὄρθρο, ἐνῶ στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τῶν πόλεων τὸ ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης μαζὶ μὲ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο.
Μαζὶ μὲ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κανόνος διαβάζεται ὁ βίος τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ ψάλλεται καὶ Κανόνας ἀφιερωμένος στὴν Ὁσία μὲ ἀκροστιχίδα· «Σὺ ἡ ὁσία Μαρία βοήθει». Ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας ἑορτάζεται τὴν 1η Ἀπριλίου καὶ τὴν Ε´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Ὁ συσχετισμὸς τοῦ βίου της μὲ τὸν Μεγάλο Κανόνα καὶ ἡ προσθήκη ἀργότερα καὶ ἰδιαίτερου Κανόνα, ποὺ συντάχθηκε κάτω ἀπ᾿ τὴν ἐπίδραση τοῦ πρώτου, ἔγινε προφανῶς διότι ἡ μεγάλη Ὁσία ἀποτελεῖ ἕνα ζωηρὸ ὑπόδειγμα εἰλικρινοῦς μετανοίας, τὸ ὁποῖο ἄριστα συνδυάζεται μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τοὺς σκοποὺς τοῦ Μεγάλου Κανόνος. Ἡ σχετικὴ τυπικὴ διάταξη τοῦ Τριῳδίου μᾶς λέγει τὰ ἑξῆς· «Τῇ Τετάρτῃ ἑσπέρας, περὶ ὥραν δ´ τῆς νυκτὸς σημαίνει. Καὶ συναχθέντες ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως, μετὰ τὸν Ἑξάψαλμον, τὸ Ἀλληλούϊα καὶ τὰ Τριαδικά... καὶ ἀναγινώσκομεν τὸν βίον τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας εἰς δόσεις δύο. Εἶτα μετὰ τὸν Ν´ Ψαλμόν, ἀρχόμεθα εὐθὺς ψάλλειν τὸν Κανόνα ἀργῶς καὶ ἐν κατανύξει, ποιοῦντες εἰς καθὲν τροπάριον μετανοίας γ´ καὶ λέγοντες· Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ἐλέησόν με».
Ἡ σημασία τοῦ Μεγάλου Κανόνος μὲς στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας πιστοποιεῖται κι ἀπὸ δύο ἄλλα δεδομένα ποὺ ἔχουμε· πρῶτον ὅτι ὁρίστηκε νὰ γίνεται τὸ πρωῒ τῆς Πέμπτης ἡ θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, δεῖγμα σεβασμοῦ τῆς λειτουργικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν ἡμέρα ποὺ ψάλλουμε τὸν Μεγάλο Κανόνα, καὶ δεύτερον ὅτι διαιρέθηκε σὲ τέσσερα μέρη καὶ τμηματικὰ ψάλλεται μαζὶ μὲ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου καὶ τὶς πρῶτες τέσσερις ἡμέρες τῆς α´ ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν.
Ὁ Μέγας Κανὼν ψάλλεται σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ β´. Εἶναι ἦχος γλυκός, κατανυκτικὸς καὶ ἐκφραστικὸς ἰδιαίτερα τοῦ πένθους καὶ τῆς συντριβῆς τῆς ψυχῆς, γι᾿ αὐτὸ καὶ χρησιμοποιεῖται πολὺ στὴν ὑμνογραφία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Ὁ γοργὸς μάλιστα εἱρμολογικὸς ρυθμός του, στὸν ὁποῖο ψάλλονται τὰ τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνος, πέρα ἀπὸ τὴν κατάνυξη καὶ τὴ συντριβὴ ποὺ μεταδίδει, ἐκφράζει καὶ τὴν ἱερὴ ἀνησυχία τῆς ὑπάρξεως νὰ ἐπιτύχει τὴν ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωσή της.

5. Τὰ ποιητικὰ στοιχεῖα του
Ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι δημιούργημα ἐμπνευσμένου ποιητῆ μὲ πλούσιο λυρισμὸ καὶ ἄφθονα ποιητικὰ στοιχεῖα. Οἱ ζωηρὲς περιγραφές, οἱ χτυπητὲς εἰκόνες, τὸ πλῆθος τῶν παραδειγμάτων, οἱ πετυχημένοι συμβολισμοὶ καὶ ἡ ζωντανὴ καὶ συνάμα ἁπλὴ γλώσσα σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴν κατανυκτικὴ ψαλμωδία προσδίδουν μιὰ ξεχωριστὴ ὀμορφιὰ καὶ χάρη στὸ ποίημα καὶ αἰχμαλωτίζουν τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀκροατῆ ἢ καὶ τοῦ ἀναγνώστη.
Πιὸ συγκεκριμένα γιὰ τὰ ποιητικὰ στοιχεῖα του παρατηροῦμε·
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τηρεῖ προσεκτικὰ τὴν ἰσοσυλλαβία καὶ τὴν ὁμοτονία μεταξὺ εἱρμῶν καὶ τροπαρίων. Σπάνια πολὺ διασπᾶται ἀπὸ δυσκολία τοῦ ποιητῆ νὰ εὕρει τὴν κατάλληλη λέξη ἢ ἀπὸ σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων. Συχνὰ συναντοῦμε τὴν ὁμοιοκαταληξία, συχνότερα τὴν παρήχηση καὶ ὄχι σπάνια τὴν ἐπωδό. Ἡ χρήση ἐρωτήσεων καὶ ἡ εἰσαγωγὴ διαλόγων, στὴν ὁποία καταφεύγει συχνὰ ὁ ποιητής, προσδίδει στὸν Κανόνα ἔντονη δραματικότητα.
Τὸ ὕφος τοῦ Κανόνος εἶναι ἰδιαίτερα ζωηρὸ καὶ ἐξωραϊσμένο. Τὴ ζωηρότητα δημιουργεῖ ἡ χρήση τοῦ κλιμακωτοῦ καὶ ἀσύνδετου σχήματος καὶ οἱ δυνατὲς ἀντιθέσεις σὲ λέξεις καὶ ἔννοιες. Τὴ χάρη καὶ τὴν ὀμορφιὰ ἐξασφαλίζουν οἱ ποιητικὲς εἰκόνες, οἱ παρομοιώσεις, τὰ ἐντυπωσιακὰ ἐπίθετα ποὺ ἀφθονοῦν καὶ οἱ ὡραῖες σπάνιες λέξεις ποὺ χρησιμοποιεῖ.
Βιβλικὰ πρόσωπα σκιαγραφοῦνται μὲ δύναμη καὶ χάρη καὶ ἱστορικὰ γεγονότα περιγράφονται μὲ θαυμαστὴ παραστατικότητα καὶ ἐξαιρετικὴ πυκνότητα. Δὲν λείπουν βέβαια καὶ οἱ ἐπαναλήψεις, ποὺ σὲ πολλὲς περιπτώσεις εἶναι μονότονες καὶ κουραστικές, ὅπως καὶ μιὰ κάποια στερεοτυπία στὴ δόμηση τοῦ τροπαρίου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ πρῶτο μέρος περιέχει τὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ δεύτερο τὶς ἠθικὲς προεκτάσεις γιὰ μίμηση ἢ ἀποφυγή. Ὅμως παρὰ τὶς ἀτέλειές του αὐτὲς ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι ἕνα ἰδιαίτερα κατανυκτικὸ λειτουργικὸ ποίημα, καρπὸς βαθιᾶς πνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ δημιούργημα σπάνιας ποιητικῆς τέχνης.
Τελειώνοντας τὴ μικρὴ τούτη Εἰσαγωγή, νομίζουμε πὼς ἐπιβάλλεται νὰ κάνουμε καὶ τὴν ἀκόλουθη διευκρίνιση· Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁμιλεῖ σὲ πρῶτο πρόσωπο. Περιγράφει μὲ τὰ μελανότερα χρώματα τὴν ψυχική του κατάσταση. Ἀποδίδει στὸν ἑαυτό του εἰδεχθῆ ἐγκλήματα καὶ βαρύτατα ἁμαρτήματα. Διερμηνεύει ἄραγε τὴν προσωπική του κατάσταση καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἔζησε ἢ γιὰ λόγους διδακτικοὺς περιγράφει τὴν κατάσταση γενικὰ τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας; Ἀσφαλῶς θὰ πρέπει νὰ δεχτοῦμε τὸ δεύτερο. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ ἀπ᾿ τὰ νεανικά του χρόνια. Ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἀναλώθηκε στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως ἀποκλείεται νὰ ἔζησε μιὰ κάποια περίοδο τῆς ζωῆς του σὲ ἀποστασία ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποταγμένος στὴν ἁμαρτία. Ἁπλῶς μὲ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχει ὡς ποιητὴς καὶ τὴν ταπείνωση ποὺ τὸν διακρίνει μᾶς παρουσιάζει τὸν ἄνθρωπο τὸν ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία σ᾿ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκταση τῆς διαφθορᾶς του καὶ ἀκόμη τὴν ἐναγώνια προσπάθειά του νὰ ἐπιστρέψει μέσα ἀπ᾿ τὸ ἐπίπονο μονοπάτι τῆς μετανοίας κοντὰ στὸν Θεό. Καὶ τὸ κάνει χρησιμοποιώντας στὸν λόγο του πρῶτο πρόσωπο καὶ μιλώντας σὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.

6. Βιβλιογραφία
Γιὰ τὸν ἀναγνώστη ποὺ θὰ ἤθελε μιὰ κάποια εὐρύτερη ἐνημέρωση γύρω ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα σημειώνουμε ἐδῶ τὶς πιὸ βασικὲς εἰδικὲς μελέτες, ποὺ ὑπάρχουν στὰ ἑλληνικὰ καὶ ποὺ εἴχαμε κι ἐμεῖς ὑπόψη μας.
1    Οἱ περισσότερες ἐκδεδομένες ὁμιλίες του καὶ ἀρκετοὶ ὕμνοι του βρίσκονται στὴ σειρὰ J.-Ρ. Migne, Patrologia Graeca 97, 805-1444.
2    «Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀνδρέου τοῦ Ἱεροσολυμίτου, ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, συγγραφεὶς παρὰ Νικήτα τοῦ πανευφήμου πατρικίου καὶ κυέστορος». Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἀθ. Παπαδόπουλο - Κεραμέα στὰ Ἀνάλεκτα Ἱεροσολυμιτικῆς Σταχυολογίας, τόμ. 5ος, Πετρούπολη 1898, σ. 169-179.
3    Μακαρίου τοῦ Μακρῆ, «Βίος τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, ἀρχιεπισκόπου Κρήτης, τοῦ Ἱεροσολυμίτου». Ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Βασίλειο Λαούρδα στὰ Κρητικὰ Χρονικὰ Ζ´ (1953), σ. 63-74. (Παράφρασή του βλέπε στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Νέον Ἐκλόγιον, Κωνσταντινούπολις 1863, σ. 151-155).
4    Εὐστρατιάδου Σωφρονίου, «Ἀνδρέας ὁ Κρήτης ὁ Ἱεροσολυμίτης», Νέα Σιὼν ΚΘ´ (1934), σ. 673-688 καὶ Λ´ (1935) σ. 3-10, 147-153, 209-217, 269-283, 321-342 καὶ 462.
5    Θέμελη Χρυσοστόμου (Μητροπολίτου Μεσσηνίας), «Ὁ Μέγας Κανὼν» (εἰσαγωγικὰ τινα), Διδαχὴ Α´ (1947), σ. 44-66.
6    Τοῦ ἴδιου, «Σχόλια εἰς τὸν Μέγαν Κανόνα Ἀνδρέου Κρήτης», Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη ΙΣΤ´ (1951), σ. 46 - ΚΑ´ (1956), σ. 352. (Πολὺ σημαντικὴ καὶ κοπιώδης ἐργασία, ἡ ὁποία μᾶς βοήθησε οὐσιαστικὰ).
7    Λαούρδα Βασιλείου, «Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ ἐν τῇ Κρίσει καὶ ἡ Κρήτη ἐπὶ εἰκονομαχίας», Κρητικὰ χρονικὰ Ε´ (1951), σ. 41-49.
8    Νέλλα Παναγιώτου, «Τὰ ἀνθρωπολογικὰ καὶ κοσμολογικὰ πλαίσια τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Κανόνα», Κοινωνικὰ ΚΑ´ (1978), σ. 21-29 καὶ 117-136, καθὼς καὶ στὴ μελέτη του, Ζῶον θεούμενον, Προοπτικὲς γιὰ μιὰ ὀρθόδοξη κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979, σ. 183-224.
9    Ξύδη Θεοδώρου, «Ἀνδρέας ὁ Κρήτης ὁ πρῶτος Κανονογράφος», Νέα Ἑστία ΜΕ´ (1949), σ. 292-298 καὶ στὸ ἔργο του Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία, Ἀθῆναι 1978, σ. 52-67.
10 Παπαδοπούλου - Κεραμέως Ἀ., «Ὁ Μέγας Κανὼν Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος Γ´ (1910), σ. 501-513.
11 Τωμαδάκη Νικολάου, «Ἀνδρέας ὁ Κρήτης», στὴ Θ.Η.Ε., τόμ. 2 (Ἀθῆναι 1963), στ. 674-693.
12 Χρήστου Παναγιώτου, «Ὁ Μέγας Κανὼν Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ΛΓ´ (1950), σ. 217-222 καὶ 277-285, ΛΔ´ (1951) σ. 25-33 καὶ ΛΕ´ (1952), σ. 11-21 καὶ 86-96· καὶ Ἀνάτυπο, Θεσ/νίκη 1952 (μελέτη πολὺ ἀξιόλογη).


[Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Μητρ. Νέας Σμύρνης Συμεών, Ἀδαμιαῖος θρῆνος. Ὁ Μέγας Κανὼν Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης. Εἰσαγωγὴ - κείμενο - μετάφραση - σχόλια, 4η ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἀποστολικὴ Διακονία, 2009), 32-40].

1 σχόλιο: