Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Από την μοναδική υμνολογία της Κυριακής του Ασώτου



Από την πλούσια σε νοήματα και μοναδική σε γλωσσική εκφορά υμνολογία της Κυριακής του Ασώτου, επιλέγουμε ορισμένους ύμνους προς πνευματική ευωχία και σκέψη.

Ε Σ Π Ε Ρ Ι Ν Ο Σ

Στιχηρὰ Τριῳδίου, Ἦχος α'
Εἰς ἀναμάρτητον χώραν, καὶ ζωηράν, ἐπιστεύθην, γεωσπορήσας τὴν ἁμαρτίαν, τῇ δρεπάνῃ ἐθέρισα, τοὺς στάχυας τῆς ἀμελείας, καὶ δραγμάτων ἐστοίβασα, πράξεών μου τὰς θημωνίας, ἃς καὶ κατέστρωσα οὐχ ἅλωνι τῆς μετανοίας. Ἀλλ' αἰτῶ σε, τὸν προαιώνιον γεωργὸν ἡμῶν Θεόν, τῷ ἀνέμῳ τῆς σῆς φιλευσπλαγχνίας ἀπολίκμισον τὸ ἄχυρον τῶν ἔργων μου καὶ σιτάρχησον τῇ ψυχῇ μου τὴν ἄφεσιν, εἰς τὴν οὐράνιόν σου συγκλείων με ἀποθήκην καὶ σῶσόν με.

Εἰς ἀναμάρτητον χώραν, καὶ ζωηράν, ἐπιστεύθην, γεωσπορήσας τὴν ἁμαρτίαν, τῇ δρεπάνῃ ἐθέρισα, τοὺς στάχυας τῆς ἀμελείας, καὶ δραγμάτων ἐστοίβασα, πράξεών μου τὰς θημωνίας, ἃς καὶ κατέστρωσα οὐχ ἅλωνι τῆς μετανοίας. Ἀλλ' αἰτῶ σε, τὸν προαιώνιον γεωργὸν ἡμῶν Θεόν, τῷ ἀνέμῳ τῆς σῆς φιλευσπλαγχνίας ἀπολίκμισον τὸ ἄχυρον τῶν ἔργων μου καὶ σιτάρχησον τῇ ψυχῇ μου τὴν ἄφεσιν, εἰς τὴν οὐράνιόν σου συγκλείων με ἀποθήκην καὶ σῶσόν με.

Ἐπιγνῶμεν ἀδελφοὶ τοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν· τὸν γὰρ ἐκ τῆς ἁμαρτίας, πρὸς τὴν πατρικὴν ἑστίαν, ἀναδραμόντα, Ἄσωτον Υἱὸν ὁ πανάγαθος Πατήρ, προϋπαντήσας ἀσπάζεται, καὶ πάλιν τῆς οἰκείας δόξης, χαρίζεται τὰ γνωρίσματα, καὶ μυστικὴν τοῖς ἄνω ἐπιτελεῖ ευφροσύνην, θύων τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ἵνα ἡμεῖς ἀξίως πολιτευσώμεθα, τῷ τε θύσαντι φιλανθρώπῳ Πατρί, καὶ τῷ ἐνδόξῳ θύματι, τῷ Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Δόξα Στιχηρῶν... Ἦχος β'
Ὢ πόσων ἀγαθῶν, ὁ ἄθλιος ἐμαυτὸν ἐστέρησα! ὢ ποίας βασιλείας ἐξέπεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ! τὸν πλοῦτον ἠνάλωσα, ὅν περ ἔλαβον, τὴν ἐντολὴν παρέβην. Οἴμοι τάλαινα ψυχὴ! τῷ πυρὶ τῷ αἰωνίῳ λοιπὸν καταδικάζεσαι· διὸ πρὸ τέλους βόησον Χριστῷ τῷ Θεῷ. Ὡς τὸν Ἄσωτον δέξαι με υἱόν, ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με.

Δόξα Ἀποστίχων...
Ἰδιόμελον , Ἦχος πλ. β'
Τῆς πατρικῆς δωρεὰς διασκορπίσας τὸν πλοῦτον, ἀλόγοις συνεβοσκόμην ὁ τάλας κτήνεσι, καὶ τῆς αὐτῶν ὀρεγόμενος τροφῆς ἐλίμωττον μὴ χορταζόμενος, ἀλλ' ὑποστρέψας πρὸς τὸν εὔσπλαγχνον Πατέρα, κραυγάζω σὺν δάκρυσι· Δέξαι με ὡς μίσθιον, προσπίπτοντα τῇ φιλανθρωπίᾳ σου, καὶ σῶσόν με.


Ο Ρ Θ Ρ Ο Σ

Κανών α', ᾨδὴ α'
Ἰησοῦ ὁ Θεός, μετανοοῦντα δέξαι νῦν κἀμέ, ὡς τὸν Ἄσωτον Υἱόν, πάντα τὸν βίον ἐν ἀμελείᾳ ζήσαντα καὶ σὲ παροργίσαντα.

Ὅν μοι δέδωκας πρίν, κακῶς ἐσκόρπισα θεῖον πλοῦτον, ἐμακρύνθην ἀπὸ σοῦ, ἀσώτως ζήσας, εὔσπλαγχνε Πάτερ. Δέξαι οὖν κἀμὲ ἐπιστρέφοντα.

Τὰς ἀγκάλας νυνί, τὰς πατρικὰς προσεφαπλώσας δέξαι, Κύριε, κᾀμέ, ὥσπερ τὸν Ἄσωτον, πανοικτίρμον, ὅπως εὐχαρίστως δοξάζω σε.

Κάθισμα τοῦ Τριῳδίου
Ἦχος α', Τὸν τάφον σου Σωτὴρ
Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον, ἀσώτως τὸν ἐμόν, κατηνάλωσα βίον, εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον, ἀφορῶν τοῦ ἐλέους Σου. Νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδῃς καρδίαν· σοὶ γὰρ Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω. Ἥμαρτον, σῶσόν με.  

Κοντάκιον τοῦ Τριῳδίου
Ἦχος γ' , Ἡ Παρθένος σήμερον
Τῆς πατρῴας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.

Ὁ Οἶκος τοῦ Τριῳδίου
Τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καθ' ἑκάστην διδάσκοντος δι' οἰκείας φωνῆς, τῶν Γραφῶν ἀκουσώμεθα, περὶ τοῦ Ἀσώτου καὶ σώφρονος πάλιν, καὶ τούτου πίστει ἐκμιμησώμεθα τήν καλὴν μετάνοιαν, τῷ κατιδόντι πάντα τὰ κρύφια μετὰ ταπεινῆς καρδίας κράξωμεν· Ἡμάρτομέν σοι Πάτερ οἰκτίρμον, καὶ οὐκ ἐσμὲν ἄξιοι ποτέ, κληθῆναι τέκνα ὡς πρίν. Ἀλλ' ὡς φύσει ὑπάρχων φιλάνθρωπος, σὺ προσδέχου, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.

Σ Υ Ν Α Ξ Α Ρ Ι Ο Ν
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τῆς τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ παραβολῆς ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου μνείαν ποιούμεθα, ἣν οἱ θειότατοι Πατέρες ἡμῶν δευτέραν ἐν τῷ Τριῳδίῳ ἐνέταξαν.
Στίχοι
Ἄσωτος εἴ τις, ὡς ἐγώ, θαρρῶν ἴθι.
Θείου γὰρ οἴκτου πᾶσα ἤνοικται θύρα.


Α Ι Ν Ο Ι
Στιχηρὰ Ἰδιόμελα, Τριῳδίου
Ἦχος β'
Τὴν τοῦ Ἀσώτου φωνὴν προσφέρω σοι Κύριε. Ἥμαρτον ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν σου ἀγαθέ, ἐσκόρπισα τὸν πλοῦτον τῶν χαρισμάτων σου, ἀλλὰ δέξαι με μετανοοῦντα, Σωτὴρ καὶ σῶσόν με.

Ἦχος δ'
Ὡς ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ἦλθον κᾀγὼ οἰκτίρμον, ὁ τὸν βίον ὅλον δαπανήσας ἐν τῇ ἀποδημίᾳ, ἐσκόρπισα τὸν πλοῦτον, ὃν δέδωκάς μοι Πάτερ, δέξαι με μετανοοῦντα ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με.

Ἦχος πλ. δ'
Δαπανήσας ἀσώτως, τῆς πατρικῆς οὐσίας τὸν πλοῦτον, καὶ καταναλώσας, ἔρημος γέγονα, ἐν τῇ χώρᾳ οἰκήσας, τῶν πονηρῶν πολιτῶν, καὶ μηκέτι φέρων τὸ μετὰ τούτων συνοικέσιον, ἐπιστρέψας βοῶ σοι τῷ οἰκτίρμονι Πατρί· Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκ εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου, ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με.

Δόξα... Ἦχος πλ. β'
Πάτερ ἀγαθέ, ἐμακρύνθην ἀπὸ σοῦ μὴ ἐγκαταλίπῃς με, μηδὲ ἀχρεῖον δείξῃς τῆς βασιλείας σου· ὁ ἐχθρὸς ὁ παμπόνηρος ἐγύμνωσέ με, καὶ ᾖρέ μου τὸν πλοῦτον· τῆς ψυχῆς τὰ χαρίσματα ἀσώτως διεσκόρπισα, ἀναστὰς οὖν, ἐπιστρέψας πρὸς σὲ ἐκβοῶ· Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου, ὁ δι' ἐμὲ ἐν Σταυρῷ τὰς ἀχράντους σου χεῖρας ἁπλώσας, ἵνα τοῦ δεινοῦ θηρὸς ἀφαρπάσῃς με, καὶ τὴν πρώτην καταστολὴν ἐπενδύσῃς με, ὡς μόνος πολυέλεος.

Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης (+27 Φεβρουαρίου 1998)


Σαν σήμερα 27 Φεβρουαρίου του 1998 (π.ημ. 14 Φεβρ) εκοιμήθει ο οσιακής βιοτής Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. Δύο λόγια του... Να έχουμε την ευχή του!

" Και ο άνθρωπος, όταν προσεύχεται εις τον Θεό, απορροφά, τρόπον τινά, τις ιδιότητες του Θεού.
Ο Θεός, να πούμε, είναι αγαθός, δεν οργίζεται, μακροθυμεί.
Και ‘σύ μετά την προσευχή, σου ‘ρχεται ένα τέτοιο πράγμα, μακρόθυμος, ό,τι να σου κάνει ο άλφα, ο βήτα, δεν πειράζει, ε, δεν πειράζει αυτό.
Επειδή η χάρις σε χαρίτωσε.
Θα σε κάνει κατόπιν, πως να πούμε, πάντα προσευχόμενον.
Ναι. Επήρες αυτήν την ιδιότητα, προσευχόμενος εις τον Θεό, την πήρες αυτήν την ιδιότητα του Θεού. "

Πηγή: Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, Έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου «Άγιος Εφραίμ» Κατουνάκια Αγίου Όρους, Α’ έκδοση 2000.

Μετάνοια: η επιστροφή του ανθρώπου από την εξορία (π. Αλεξανδρος Σμέμαν)


του Πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου Σμέμαν
(Alexander Schmemann)


Την τρίτη[i] Κυριακή της προετοιμασίας μας για τη Μεγάλη Σαρακοστή διαβάζουμε την παραβολή του Ασώτου Υιού (Λουκ. 1 5, 11 32). Η παραβολή τούτη μαζί με τους ύμνους της ημέρας αυτής μας παρουσιάζουν τη μετάνοια σαν επιστροφή του ανθρώπου από την εξορία. Ο άσωτος γιος, λέει το Ευαγγέλιο, πήγε σε μια μακρινή χώρα και κει σπατάλησε ότι είχε και δεν είχε. Μια μακρινή χώρα! Είναι ο μοναδικός ορισμός της ανθρώπινης κατάστασης που θα πρέπει να αποδεχτούμε και να τον οικειοποιηθούμε καθώς αρχίζουμε την προσέγγιση μας στο Θεό. Ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είχε αυτή την εμπειρία, έστω και για λίγο, που ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι είναι εξόριστος από το Θεό και από την αληθινή ζωή, αυτός ποτέ δε θα καταλάβει τι ακριβώς είναι ο Χριστιανισμός. Και αυτός που νιώθει «σαν στο σπίτι του» σʹ αυτόν τον κόσμο και στη ζωή του κόσμου τούτου, που έμεινε άτρωτος από τη νοσταλγία για μια άλλη πραγματικότητα, αυτός δε θα καταλάβει τι είναι μετάνοια.
Η μετάνοια συχνά ταυτίζεται με μια «ψυχρή και αντικειμενική» απαρίθμηση αμαρτιών και παραβάσεων, όπως μια πράξη «ομολογίας ενοχής» ύστερα από μια νόμιμη μήνυση. Η εξομολόγηση και η άφεση αμαρτιών θεωρούνται σαν να ήταν δικαστικής φύσεως. Αλλά παραβλέπεται κάτι πολύ ουσιαστικό χωρίς το οποίο ούτε η εξομολόγηση ούτε η άφεση έχει κάποιο πραγματικό νόημα ή κάποια δύναμη. Αυτό το «κάτι» είναι ακριβώς το αίσθημα της αποξένωσης από το Θεό, από τη μακαριότητα της κοινωνίας μαζί Του, από την αληθινή ζωή όπως τη δημιούργησε και μας την έδωσε Εκείνος. Αλήθεια, είναι πολύ εύκολο να εξομολογηθώ ότι δεν νήστεψα τις καθορισμένες για νηστεία μέρες, ή ότι παράλειψα την προσευχή μου ή ότι θύμωσα. Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να παραδεχτώ ξαφνικά ότι έχω αμαυρώσει και έχω χάσει την πνευματική μου ομορφιά, ότι είμαι πολύ μακριά από το πραγματικό μου σπίτι, την αληθινή ζωή και ότι κάτι πολύτιμο και αγνό και όμορφο έχει ανέλπιστα καταστραφεί στη δομή της ύπαρξής μου. Παρʹ όλα αυτά όμως, αυτό και μόνο αυτό, είναι μετάνοια και, επί πλέον, είναι μια βαθιά επιθυμία επιστροφής, επιθυμία να γυρίσω πίσω, να αποκτήσω ξανά τα χαμένο σπίτι.

"Συναίσθηση της αμαρτίας και πίστη στην αγάπη του Θεού συνιστούν τα δομικά στοιχεία της μετάνοιας".


του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη

«᾽Αναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου»
(Λουκ. 15, 18)

 Είναι τρομερή η ενέργεια που περικλείει η παραβολή του ασώτου, το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ομώνυμης Κυριακής, η οποία αποτελεί το δεύτερο σκαλοπάτι της εισόδου μας στο ευλογημένο Τριώδιο. Κι αυτό γιατί προεκτείνει τη δυναμική της μετάνοιας, που τόνισε η προηγουμένη Κυριακή με την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, ως εκείνης της εσωτερικής αλλαγής του ανθρώπου, η οποία δίνει την ώθηση για πραγματική σχέση με τον Θεό Πατέρα. Εννοούμε ότι αν στο πρόσωπο του Τελώνη είδαμε την εν ταπεινώσει κραυγή της μετάνοιας που αποδέχεται ο Θεός – «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» - στο πρόσωπο του μικρού γιου της παραβολής του ασώτου βλέπουμε τη μετάνοια ως κίνηση της υπάρξεως, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από το χάος της απώλειας και της νέκρωσης της αμαρτίας και να βρει το αληθινό της πρόσωπο: αυτό που ανατέλλει με τη θέα του προσώπου του Πατέρα Θεού. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου», θα σηκωθώ και θα πάω προς τον πατέρα μου.  Δεν είναι τυχαίο, γι’ αυτό, που η παραβολή του ασώτου, κατά την εκκλησιαστική ορολογία, έχει χαρακτηριστεί ως «το μαργαριτάρι των παραβολών του Κυρίου» και ως «το ευαγγέλιο των ευαγγελίων». Πουθενά αλλού δεν παρουσιάζεται με τόση ένταση η κατάντια της αμαρτίας, αλλά και η αγάπη του Θεού, το φιλεύσπλαχνο και το φιλάνθρωπο του μεγάλου Πατέρα.

 1. Δεν θα ασχοληθούμε με την περίπτωση του μεγάλου γιου: αυτός λειτουργεί με τρόπο που ενώ εξωτερικά φαίνεται να είναι καλός και υποτακτικός, στην πραγματικότητα είναι στην αντίπερα όχθη του Πατέρα του. Δεν μπορεί να κατανοήσει την αγάπη του, δεν νιώθει καν ότι είναι γιος του. Ο Πατέρας του τον αντιμετωπίζει διαρκώς ως γιο του -  «όλα τα δικά μου είναι δικά σου» -   εκείνος επιμένει να έχει τη συνείδηση δούλου και μισθωτού - «τόσα χρόνια σου δουλεύω». Πρόκειται για μία διαφορετικού τύπου από ό,τι στον μικρό γιο κατάντια στην αμαρτία,  για μία άλλη ασωτία, όπως έχει ειπωθεί, στην οποία δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια λύση. Η τελική στάση του μεγάλου γιου μένει μετέωρη. Ο Χριστός δεν κάνει αποτίμηση αυτής.

Στον μικρό γιο όμως τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: ο μικρός γιος, λόγω της φυγής από το σπίτι του Πατέρα, έχει οδηγηθεί σε έσχατη πτώση: ζει στερημένα («ήρξατο υστερείσθαι»), πεινάει και νιώθει ότι χάνεται («λιμώ απόλλυμαι»), γίνεται δούλος άλλων («εκολλήθη ενί των πολιτών»), ενώ το αίσθημα της ορφάνιας τον έχει καταβάλει («ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»).  Κι είναι μία τραγική κατάσταση, που αξιολογικά επιβεβαιώνεται από ό,τι ο Πατέρας του θα πει αργότερα: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ην…και απολωλός». Νεκρός και χαμένος. Αυτό πράγματι είναι το τίμημα της αμαρτίας: νομίζει κανείς ότι απελευθερώνεται, ότι βρίσκει τον εαυτό του, και τελικώς γίνεται δούλος, χάνει τον εαυτό του, νεκρώνεται. Κι αυτό συμβαίνει διότι ακριβώς ο άνθρωπος φεύγει από τη φυσιολογική του κατάσταση: να είναι με τον Πατέρα του, να ζει στο σπίτι το δικό του. Είναι η τραγική ερμηνεία που δίνει ολόκληρη η Αγία Γραφή σχετικά με το δράμα της πορείας του ανθρώπου: ο βασιλιάς άνθρωπος, ο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένος ξεπέφτει λόγω της άρνησής του να υπακούσει στον Θεό Πατέρα. Αμαρτάνει και με την αμαρτία του εισέρχεται ο θάνατος στο ανθρώπινο είδος. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος».

Αντωνίου Σουρόζ: Η παραβολή του Ασώτου


Anthony (Bloom) of Souroz
19.2.1984

Ξαν κα ξαν χω τν εκαιρία ν μιλ γι τν Παραβολ το σώτου Υο, τν στορία το Τελώνου κα το Φαρισαίου, κα κάθε φορ παρατηρ πόσο εκολο εναι ατ γι μένα –χι πραγματικά, λλ φανταστικ - ν ταυτιστ μ τν μαρτωλ πο βρκε τν δρόμο του γι τν Θεό, τν τελώνη πο στάθηκε συντετριμμένος στν εσοδο το ναο, νίκανος κόμα κα ν βαδίσει πρς τν ερ τόπο το Θεο, μ τν σωτο Υό, πο παρ τν βαρι μαρτία του, τν πίστευτη ναισθησία, τν σκληρότητά του, βρκε τν δρόμο τς πιστροφς στν πατρικ στία.

λλ πόσο σπάνια μ συγκίνησε, στω βιαστικά, μοίρα το Φαρισαίου, π τν μοίρα το μεγαλύτερου δελφομως Θες δν καταδίκασε κανέναν π τος δύο. Επε γι τν τελώνη: Κα ατς νθρωπος πγε στ σπίτι του περισσότερο συγχωρεμένος, περισσότερο λεημένος π τν λλο. Δν επε τι Φαρισαος πγε χωρς ν τν συνοδεύει γάπη το Θεο, τι Θες ξέχασε τν πίστη του, τν ασθηση τς πακος πρς τ καθκον.

Κα πάλι σήμερα βρισκόμαστε πρόσωπο μ πρόσωπο μ τν μεγαλύτερο δελφό. λη τ ζω του εχε ζήσει στ πλευρ το πατέρα, λη τ ζω του μεριμνοσε γι τς ποθέσεις το πατέρα του –εχε δουλέψει σκληρά, μ πίστη, ξεχνώντας τν αυτό του, χωρς ν δίνει σημασία στν κούραση, χωρς ν ζητ καμι νταμοιβή, γιατί ασθανόταν τι κανε τ σωστό. Στν πραγματικότητα στεροσε σ κάτι: το λειπε ζεστασιά, τρυφερότητα, χαρ γι τν πατέρα. λλ πάρχει κάτι πο ντυπωσιάζει τόσο σ΄ ατν - πίστη του· παρ τ γεγονς τι καρδιά του δν ταν φλογερή, παρέμεινε πιστός. Παρ τ γεγονς τι δν λαβε καμι φανερ νταμοιβ ναγνώριση παρέμεινε πιστς κι ργαζόταν σκληρά.