Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Ευσεβίου Βίττη: Εμείς και η αγάπη μας

ιερομόναχος Ευσέβιος Βίττης (1927-2009)

Σαν σήμερα, 4 Νοεμβρίου 2009, εκοιμήθη ένα από τα στολίδια της συγχρόνου Εκκλησίας μας, ο λόγιος και χαρισματούχος Γέροντας π. Ευσέβιος Βίττης. Παραθέτουμε λίγα λόγια από τον πλούτο του συγγραφικού του έργου. Ας έχουμε την ευχή του!

Επιλογή από το βιβλίο: 
ιερομονάχου Ευσεβίου Βίττη, Εμείς και η αγάπη μας.

Συχνά μιλώντας για αγάπη λησμονούμε το έδαφος, στο οποίο αυτή φυτρώνει. Γι' αυτό συμβαίνει ετούτο το παράδοξο, ενώ ο πόθος μας για αγάπη μπορεί να είναι πολύ μεγάλος, όμως ο τόπος, όπου πρέπει να αναπτυχθή, η καρδιά μας δηλαδή, που την πλημμυρίζει αυτός ο πόθος, συμβαίνει να είναι εντελώς ακατάλληλος για ένα τέτοιο ουράνιο φυτό. Με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να «ωδίνη όρος και να τίκτη μυν», να παρουσιάζεται δηλαδή μια πολύ μεγάλη δυσαναλογία ανάμεσα σε αυτό, που ποθούμε και σε αυτό, που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε. Πρώτιστο έργο μας με άλλα λόγια είναι, προκειμένου να εξασκήσουμε έργο αληθινό αγάπης, να αναγνωρίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε την πνευματική μας ποιότητα, ποιοι δηλαδή είμαστε στην πραγματικότητα. Η αληθινή γνώση του εαυτού μας και η ειλικρίνεια έναντί του θα μας πείση, ότι βασικά έχουμε μια σχεδόν ακατανίκητη τάση να αναζητούμε φανερά ή όχι, συνειδητά ή όχι, θεληματικά ή όχι, τον ίδιο τον εαυτό μας διά μέσου της αγάπης προς τους άλλους. Μπορεί να αναζητούμε τη δική μας συναισθηματική ευφορία και μια συγκινησιακή έκσταση, μια ευχαρίστηση προσωπική μόνο μέσω της αγάπης, πράγμα, που άλλοι θα επεδίωκαν με άλλα μέσα. Και το ερώτημα είναι. κάνουμε τα έργα της αγάπης και γενικά αγαπούμε, για να ικανοποιούμε τον εαυτό μας με το ευάρεστο συναίσθημα, που αυτή δημιουργεί, και αυτό θέλουμε μόνο και όχι τη χαρά και την ευτυχία του άλλου; Και μπορεί έτσι να κάνουμε το έργο της αγάπης π.χ. μόνο για να ακούμε ευχαριστίες, για να μας αναγνωρίζουν ως ευεργέτες, για να κάνουν λόγο για μας, και να αποφεύγουμε δύσκολες περιπτώσεις αγάπης και κόπους και θυσίες, που δεν πρόκειται να αναγνωρισθούν. Γι' αυτό πρέπει να μάθουμε και να κάνουμε φρόνημά μας, πως το κύριο χαρακτηριστικό της αγάπης είναι η αυτολησμοσύνη και το «μη ζητείν τα εαυτής». Γι' αυτό άλλωστε συνιστά ο Κύριος το «μη γνώτω η αριστερά (μας) τίποιεί η δε­ξιά» μας και την όσο γίνεται με περισσότερη επιμέλεια «εν τω κρυπτώ» διενέργειά της.
Η αληθινή αγάπη απαιτεί για την εξάσκησή της κατά το θέλημα του Κυρίου εσωτερική καθαρότητα, με άλλα λόγια απαλλαγή από τα πάθη, που αποτελούν την «παλαιότητα» και την ακαθαρσία της ψυχής και μολύνουν κάθε ενέργειά μας, ακόμη και την πιο ευγενική κατ' άνθρωπον. Και αυτό σημαίνει διαρκή ανίχνευση του εσωτερικού μας και ανακάλυψη όλων των αρνητικών στοιχείων, που κρύβονται επιμελώς μέσα μας. Η αυτοεξέταση θα μας πληροφόρηση για την ύπαρξη των αρνητικών στοιχείων της παλαιότητός μας, όπως είναι η εγωιστικότητα και η αυτοφιλία ή φιλαυτία. Και γι' αυτό έχουμε ανάγκη του θείου φωτισμού, που μας αποκαλύπτει καθαρά το εσωτερικό μας. Έτσι δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε προς μεγάλη μας έκπληξη στοιχεία, που δεν τα φανταζόμασταν να υπάρχουν σε τέτοιο βαθμό. Αν προσέξουμε με τέτοια διάθεση και εκζήτηση του θείου φωτισμού, θα διαπιστώσουμε π.χ. πόσο εύκολα δεν θέλουμε να μας ενοχλούν οι άλλοι. Πόσο μας είναι δυσάρεστο να μας μιλούν οι άλλοι για τις δυσκολίες τους, τις ανάγκες τους, τις θλίψεις τους, τον πόνο τους, τα ποικίλα προβλήματά τους, μάλιστα, αν υποπτευόμαστε, ότι πιθανόν θα ζητήσουν και τη δική μας συμπαράσταση. Πολύ επιθυμούμε να μη μας χαλάσουν την ησυχία μας κατά τον χρόνο, που θέλουμε απολύτως να τον έχουμε δικό μας. Δεν μας ευχαριστεί να μας ενοχλούν οι άλλοι, μάλιστα αν δεν είναι ευχάριστοι τύποι. Συγκεντρωμένοι στα δικά μας προβλήματα, απορροφημένοι από τις δικές μας δυσκολίες, γινόμαστε σιγά σιγά αναίσθητοι έναντι των άλλων, αδιάφοροι, σκληροί και τελικά ανάπηροι πνευματικά ως προς τους άλλους. Με τον καιρό και με κυρίαρχη αυτήν την κατάσταση μέσα μας, δεν μας ενδιαφέρει τίποτε άλλο, παρά μονάχα ό,τι έχει σημασία μόνο για τον εαυτό μας, για ό,τι μας βολεύει και για ό,τι μας κολακεύει φανερά ή κρυφά. Ακόμη εύκολα περιγελούμε ή ειρωνευόμαστε τους άλλους ή και χαιρεκακούμε στις πτώσεις και ατυχίες τους. Μπορεί να ανακαλύψουμε προκαταλήψεις εις βάρος των άλλων, να είμαστε εύκολοι σε αρνητικές γι' αυτούς πληροφορίες, χωρίς καν να εξετάσουμε, αν ευσταθούν. Όχι σπάνια μπορούν να καμουφλαριστούν μέσα μας ως δήθεν αγάπη καθαρά ψυχολογικά ελατήρια, π.χ. ο θαυμασμός για κάποιους, η εξυπνάδα τους, η ιδιοφυΐα τους τυχόν σε κάποιες περιοχές της επιστήμης, της επιχειρηματικότητος, μάλιστα αν συμβαίνη να έχουν πολλοί την ίδια γνώμη. Και όμως όλα αυτά δεν μπορούν να έχουν καμμιά σχέση με την αγάπη, που είναι εντελώς άλλο πράγμα. Άλλοτε πάλι θεωρούμε πως ενεργούμε με πολλή πρωτοτυπία, όχι δηλαδή όπως ενεργούν οι άλλοι, αλλά με δικό μας ή και δανεικό από άλλους τρόπο, για να φαινώμαστε ως σπουδαίοι και εντελώς άλλου τύπου, όχι συνηθισμένοι άνθρωποι, ανώτεροι από τους άλλους, που μπροστά μας φαίνονται ασήμαντα ανθρωπάκια, ανάξια του ενδιαφέροντός μας και της δικής μας «μεγαλωσύνης». Και όχι σπάνια ενεργούμε από φόβο μη τυχόν μας επικρίνουν οι άλλοι -τί θα πη για μας ο κόσμος, ένας μπαμπούλας, που κατατρομοκρατεί πολλούς και σπουδαιοφανείς ακόμη ανθρώπους- και επομένως ενεργούμε έτσι, που να διατηρούν οι άλλοι τον θαυμασμό -κι ας είναι συνήθως επίπλαστος και συμβατικός- ή την εκτίμηση για την δήθεν φρονιμάδα μας, τη σοβαρότητά μας και τα όμοια. Όλα αυτά και ό,τι αντίστοιχο και ομόλογό τους μας κάνουν να φερώμαστε σκληρά και αλαζονικά έναντι των άλλων, μάλιστα δε σ' αυτούς που ξεπέφτουν ή βρίσκονται σε κατώτερη θέση από μας.

Η αγάπη, είπαμε, πρέπει να είναι αγάπη πρώτιστα στον Ιησούν και διά Ιησού η έκφρασή της στους αδελφούς μας. Θα πρέπει να αγνοηθή ο ρόλος του συναισθήματος; Θα ήταν λάθος η παραγνώρισή του. Ο άνθρωπος δεν είναι άγγελος, για να αγαπάη σαν άγγελος. Και ως άνθρωπος έχει την ιδιοτυπία του στην έκφραση της αγάπης του. Μιλώντας για αγάπη δεν μπορούμε να αποφύγουμε να μιλήσουμε για τρυφερότητα καρδιάς, για ευαισθησία κ.λπ. Η αγάπη λειτουργεί μέσα μας όχι ως κάτι ξένο προς τον μηχανισμό του ψυχικού μας κόσμου. Όμως η χριστιανική αγάπη δεν είναι μόνο συναισθηματισμός. Είναι χάρισμα του Θεού, στο οποίο καλείται να συμμετάσχη και ο συναισθηματισμός μας εξαγιαζόμενος.
Η αγάπη, είπαμε, πρέπει να είναι αγάπη πρώτιστα στον Ιησούν και διά Ιησού η έκφρασή της στους αδελφούς μας. Θα πρέπει να αγνοηθή ο ρόλος του συναισθήματος; Θα ήταν λάθος η παραγνώρισή του. Ο άνθρωπος δεν είναι άγγελος, για να αγαπάη σαν άγγελος. Και ως άνθρωπος έχει την ιδιοτυπία του στην έκφραση της αγάπης του. Μιλώντας για αγάπη δεν μπορούμε να αποφύγουμε να μιλήσουμε για τρυφερότητα καρδιάς, για ευαισθησία κ.λπ. Η αγάπη λειτουργεί μέσα μας όχι ως κάτι ξένο προς τον μηχανισμό του ψυχικού μας κόσμου. Όμως η χριστιανική αγάπη δεν είναι μόνο συναισθηματισμός. Είναι χάρισμα του Θεού, στο οποίο καλείται να συμμετάσχη και ο συναισθηματισμός μας εξαγιαζόμενος.
       Ο Κύριός μας δεν καταργεί το συναίσθημα, αλλά το εξαγιάζει. Προσέχοντας στο παράδειγμά Του βλέπουμε πόση ανθρωπιά δείχνει, πόσο γλυκός είναι. Τον συγκινούν τα παιδιά, τα οποία παίρνει στην αγκαλιά Του και τα παρουσιάζει ως εικόνες για μια ώριμη και συνετή αθωότητα και παιδικότητα. Στενάζει μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, τον οποίο απαλείφει από πολλές καρδιές. Κλαίει μπροστά στο θέαμα του θανάτου, που θέτει τέρμα στην ομορφιά της ζωής. Και μιλάει λίγο πριν από το θείο πάθος Του, με μια απέραντη τρυφερότητα στους μαθητάς Του, που δεν διστάζει να τους ονομάση «τεκνία» Του. Θυμηθήτε την ωραία και τόσο παραστατική εικόνα, που χρησιμοποιεί απευθυνόμενος με θλίψη στην Ιερουσαλήμ για την άρνησή της να δεχθή την αγάπη Του: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ!... ποσάκις ηθέλησα επισυνάξαι τα τέκνα σου ον τρόπον όρνις την εαυτής νοσιάν υπό τας πτέρυγας, και ουκ ηθελήσατε!». Πόση θλιμμένη τρυφερότητα δεν κρύβει αυτό το παράπονο!
       Και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, που ακολούθη­σαν τα ίχνη του Κυρίου, δεν παραγνώρισαν τον μεγάλο θησαυρό της ευαισθησίας και της συναισθηματικότητος, προκειμένου να εκφράσουν την πεντακάθαρη αγάπη τους στα παιδιά του Θεού, τα πνευματικά τους αδέρφια. Πρώτος και καλύτερος ο μεγάλος απόστολος Παύλος. Πόση ήταν η αγάπη του για τον Κύριο, το γνωρίζουμε καλά. Και δεν μας είναι άγνωστη η υπερβολή της αγάπης του για τους πιστούς, τους οποίους «εγέννησεν εν τω Ευαγγελίω». Έτσι σε μια στιγμή ξεσπάσματος της καρδιάς του αφήνει να ακουστή ετούτη η κραυγή: «Τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν! Ήθελον δε παρείναι προς υμάς άρτι και αλλάξαι την φωνήν μου!» (Γαλ. δ' 19-20). Και σε άλλη περίπτωση: «Τις ασθενεί, και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται, και ουκ εγώ πυρούμαι;» (Β' Κορ. ια' 29), έκραζε με πόνο πολύ. Πώς να μη συγκινήσουν τις καρδιές τέτοιες εκδηλώσεις αγάπης θεϊκής σε μεγαλείο και ντυμένης τόση ανθρωπιά και κατανόηση;
       Ας ακούσουμε και δύο άλλες φωνές, από τις πάμπολλες, μέσα από την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας.
       Είναι κλασσικό και ανυπέρβλητο το χωρίο του Ισαάκ του Σύρου, όπου μιλάει για «καύσιν καρδίας». Να, τί λέει, για να το υπενθυμίσω στην αγάπη σας:
«Καρδία ελεήμων εστί καύσις υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος. Και εκ της μνήμης αυτών και της θεωρίας ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτού δάκρυα. Και εκ της πολλής και σφοδράς ελεημοσύνης και συνεχούσης την καρδίαν και εκ της πολλής καρτερίας σμικρύνεται η καρδία αυτού (=του θεωρούντος και δακρύοντος) και ου δύναται βαστάσαι ή ακούσαι ή ιδείν βλάβην τινά ή λύπην μικράν εν τη κτίσει γινομένην. Διά τούτο υπέρ των αλόγων και υπέρ των εχθρών της αληθείας και υπέρ των βλαπτόντων αυτών εν πάση ώρα ευχήν μετά δακρύων προσφέρει του φυλαχθήναι αυτούς και ιλασθήναι αυτούς. Ομοίως και υπέρ φύσεως των ερπετών εκ της πολλής ελεημοσύνης της κινουμένης εν τη καρδία αυτού αμέτρως κατά την ομοιότητα του Θεού» (Ισαάκ του Σύρου, Τα ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος πα'. Έκδ. Σπανού, Αθήναι, σελ. 306). 
       Και με απλά λόγια: Καρδιά ελεήμων, δηλαδή καρδιά γεμάτη τρυφερή αγάπη είναι τελικά θέρμη καρδιάς, που καίγεται κυριολεκτικά για όλα τα δημιουργήματα, για τους ανθρώπους, για τα πουλιά, για τα ζώα και για τους δαίμονες και γενικά για κάθε κτίσμα. Και στην ανάμνησή τους και στη θέα τους τα μάτια του ανθρώπου, που έχει ελεήμονα καρδιά, πλημμυρίζουν από δάκρυα. Από την πολλή και έντονη αγαπητική διάθεση, που συνέχει την καρδιά του, και από την πολλή καρτερικότητά της γίνεται πολύ ευαίσθητη και δεν μπορεί να ανεχθή ή να ακούση ή να ιδή να συμβαίνη κάποια βλάβη ή κάποια μικρή λύπη στη Δημιουργία. Γι' αυτό και κάθε ώρα και στιγμή προσεύχεται με δάκρυα και για τα χωρίς λογικό δημιουργήματα και για τους εχθρούς της αλήθειας και γι' αυτούς, που του προξενούν ζημιές και βλάβες παρακαλώντας τον Θεό να φυλαχτούν και να συγχωρεθούν. Το ίδιο προσεύχεται ακόμη και για τα ερπετά (που γι' αυτά νιώθει κανένας ενστικτώδη αποστροφή). Και το κάνει αυτό εξαιτίας της άμετρης ευαισθησίας, που έχει στην καρδιά του, όπως ο Θεός.
       Ένα άλλο δείγμα ιερής τρυφερότητος αναφέρεται στον διακριτικώτατο και σοφώτατο Αββά Ποιμένα, έ­ναν από τους πιο μεγάλους Αββάδες. 
       «Παρέβαλόν τινες των γερόντων προς τον Αββάν Ποιμένα και είπον αυτώ. θέλεις, αν ίδωμεν τους αδελφούς νυστάζοντας εις την σύναξιν, ίνα νύξωμεν αυτούς ίνα γρηγορώσιν εις την αγρυπνίαν; Ο δε λέγει αυτοίς. εγώ τέως αν ίδω τον αδελφόν νυστάζοντα, τιθώ την κεφαλήν αυτού επί τα γόνατά μου και αναπαύω αυτόν» (Γεροντικόν, εκδ. «Αστέρος», Αθήναι 1970, σελ. 99, Αββάς Ποιμήν). 
       Πήγαν, λέει η διήγηση, κάποιοι γέροντες στον Αββά Ποιμένα και του είπαν. επιτρέπεις, αν ιδούμε τους αδελφούς να νυστάζουν την ώρα της ιερής συνάξεως, να τους σκουντήσουμε λιγάκι για να μην κοιμούνται κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας; Ο Αββάς τους αποκρίθηκε. εγώ, αν ιδώ τον αδελφό μου να νυστάζη, του βάζω το κεφάλι στα γόνατά μου και τον ξεκουράζω.
Αλήθεια, τί υπερβολή τρυφερότητος και κατανοήσεως του κόπου ή της αδυναμίας του άλλου!

Η υπερφυσική και ουράνια αγάπη δεν θα μπορούσε να εκφρασθή καλύτερα, εξαγνισμένη και αγιασμένη εν Χριστώ, από τον τρόπο, με τον οποίο εκφράζονται και οι ανωτέρω Πατέρες, αλλά και πάρα πολλοί άλλοι. Γι' αυτό δεν σταυρώθηκε ο Κύριος και δεν ανέστη, για να μεταμορφώση τη φύση μας και να την κάνη από θηριώδη και αγριωπή, λεπτή, τρυφερή, πονετική, γεμάτη κατανοούσα αγάπη; Η μεταμορφώνουσα την «πεπτωκυίαν» φύση μας χάρις χύνεται πλούσια στην ανθρώπινη καρδιά, την ανασταίνει από την σκληρότητα και διαφθορά της, ώστε να μπορή άνετα διά μέσου της να εκφράζωνται τα πλούσια χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ένα από τα οποία, το κυριώτερο δε, είναι η αγάπη (Γαλ. ε' 22). 
       Επομένως, προκειμένου να εκφράσουμε την αγάπη μας προς τα έξω, δεν πρέπει να αλλοιώσουμε αφύσικα την καρδιά μας και να στραγγαλίσουμε την ευαισθησία της, αλλά κυρίως να αφήσουμε τη χάρη του Κυρίου να κατευθύνεται σωστά και να κυριαρχή μεταμορφωμένη στον ίδιο τον εαυτό της, με πλήρη αυτολησμοσύνη της, χάριν του αγαπωμένου, «μη ζητούσα τα εαυτής». Δεν είναι το ίδιο να καταπνίγουμε την καρδιά μας και να τη διαστρέφουμε και να την μικραίνουμε και το ίδιο να τη θέτουμε στην υπηρεσία της πνευματικής αγάπης, να την ευαισθητοποιούμε πιο πολύ, να την κάνουμε πλατειά και ευρύχωρη, ξένη προς κάθε μικρότητα και κάθε φίλαυτη και εγωιστική επιδίωξη, που σ' αυτήν θα μας ωθούσε ευχαρίστως «ο παλαιός ημών άνθρωπος» (Ρωμ. ς' 6). 
Δεν αγνοούμε τους κινδύνους, που ελλοχεύουν στο σημείο αυτό. Υπάρχει πάντοτε ο φόβος να προχωρήσουμε στην αντίθετη κατεύθυνση και να υποχωρήσουμε στις κατώτερες κλίσεις μας, αν δεν προσέξουμε. Συνεπώς δεν είναι εύκολος ο δρόμος της αγάπης, υποδεικνύοντας να θέτουμε όλον τον συναισθηματικό μας πλούτο, που μας έδωσε ο Κύριος, και θέτοντάς τον στην υπηρεσία της αγάπης. Χρειάζεται γι' αυτό ολοκληρωτική αυταπάρνηση. Μη λησμονούμε πως η αυταπάρνηση, που είναι ένα είδος ζωντανού θανάτου, μια εκούσια χάριν του Ιησού σταύρωση, δεν αποβλέπει παρά στην ανάσταση, που αρχίζει από τώρα και θα τελειωθή κατά την τελική και οριστική ανάστασή μας. Δύσκολη και ίσως κουραστική η οδός της αγάπης, αλλά πλούσιοι οι καρποί της και εν τω νυν και εν τω μέλλοντι αιώνι, όπου θα τελειώσουν οι αγώνες και θα μας χαρισθή μια υπέρ έννοιαν και υπέρ κατανόηση άλλη βιοτή, με άλλο, πνευματικώτατο και μακάριο περιεχόμενο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου