Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου



του Πρωτοπρεσβυτέρου 
Γ ε ω ρ γ ί ο υ  Δ ο ρ μ π α ρ ά κ η


«Άνθρωπός τις ην πλούσιος…Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος…»

α. Η γνωστή παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου μας δίνει με πολύ άμεσο και εποπτικό τρόπο το βάθος όλης της πραγματικότητας. Αναφέρεται στο εδώ, την παρούσα ζωή, αλλά επεκτείνεται και στο επέκεινα, την άλλη ονομαζόμενη ζωή, ρίχνοντας συνεπώς φως εκεί που οι ανθρώπινες αισθήσεις αδυνατούν να διεισδύσουν. Από την άποψη αυτή, η παραβολή έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον ιδίως για την εποχή μας,  για την οποία τα θέματα του μεταιχμίου της ζωής με τον θάνατο θεωρούνται αγαπημένα θέματα πολλών συνανθρώπων μας, μερικές δε φορές μονοπωλούν και το ενδιαφέρον τους. Το περίγραμμα όμως αυτό της παραβολής: του εδώ της ζωής αυτής και του εκεί της άλλης, ενώ υφίσταται στην πραγματικότητα – ο λόγος του Κυρίου συνιστά πάντοτε αποκάλυψη – θέλει να τονίσει μεταξύ  άλλων την αλήθεια ότι ανάλογα με τον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν στο εδώ, καθορίζεται και το εκεί. Η ποιότητα της ζωής στον κόσμο τούτο προσδιορίζει και την ποιότητά της στην άλλη ζωή.

β. 1. Τα δύο πρόσωπα που κυρίως προβάλλονται στην παραβολή, ο πλούσιος και ο Λάζαρος, έχουν καταρχάς τα ακριβώς αντίθετα γνωρίσματα, και όσον αφορά τη ζωή αυτή και όσον αφορά την άλλη. Πλούσιος ο ένας, στον κόσμο τούτο, «ευφραινόμενος καθ’  ημέραν λαμπρώς»∙ πτωχός ο άλλος, που όχι μόνον δεν έχει τα απαραίτητα προς το ζην, αλλά είναι γεμάτος και από πληγές, τις οποίες γλείφουν οι σκύλοι. Και εν μια ροπή αντιστρέφονται τα πάντα: ο πλούσιος οδηγείται στον Άδη, στον «τόπο» δηλαδή της βασάνου, με κύριο γνώρισμα την οδύνη. Εκεί, με πλήρη συνείδηση του παρελθόντος και του παρόντος του, με επίγνωση του εαυτού του και της οικογενείας του, αλλά και με παντελή αδυναμία, ζητά έστω μία μικρή ανάψυξη για τον ίδιο, βιώνοντας το άγχος επιπρόσθετα των συγγενών του, μη τυχόν ευρεθούν στην ίδια τραγική κατάσταση με αυτόν. Ο Λάζαρος από την άλλη, οδηγημένος από αγγέλους στη Βασιλεία του Θεού, ευρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ, στον «τόπο» δηλαδή των δικαίων, των ευρισκομένων μέσα στο φως της παρουσίας του Θεού. Κόλαση ο ένας, Παράδεισος ο άλλος.

2. Θα ήταν σφάλμα όμως να πούμε ότι αίτιο της δραματικής αλλαγής της ζωής και των δύο ήταν ο πλούτος για τον έναν και η φτώχεια για τον άλλον. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα παρεξηγούσε την παραβολή και θα την υποβίβαζε στο επίπεδο μίας επιφανειακής ερμηνείας της. Κι αυτό γιατί ο ίδιος ο λόγος του Θεού μάς δίνει παραδείγματα πλουσίων που σώθηκαν, και πτωχών που κολάσθηκαν. Το παράδειγμα του πλουσίου Ζακχαίου που άκουσε από τον Κύριο «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», είναι εντελώς ενδεικτικό. Με άλλα λόγια, δεν είναι τα υλικά αγαθά καθ’  εαυτά που σώζουν ή καταδικάζουν τον άνθρωπο, αλλά ο τρόπος χρήσεως αυτών, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί ένας πλούσιος, ενώπιον του Θεού που γνωρίζει τα βάθη της καρδιάς, να είναι απαγκιστρωμένος από τα πλούτη του, κι ένας πτωχός να είναι σαν πλούσιος, επειδή επιθυμεί να έχει πλούτη.

3. Πράγματι, το κρίσιμο στοιχείο για τον άνθρωπο, ως προς τη σχέση του με υλικά αγαθά, είναι το παθολογικό ή όχι δέσιμο με αυτά. Το πού είναι «αγκυροβολημένη» η καρδιά είναι το ζητούμενο από τον Θεό, αφού «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται» κατά τον Κύριο. Άνθρωπος, πλούσιος ή πτωχός, που η καρδιά του είναι στον Θεό, που έχει Εκείνον ως κέντρο της ζωή του, είναι ο άνθρωπος που έχει, με τη χάρη του Θεού, τις προϋποθέσεις ενοίκησης του Θεού μέσα στην ύπαρξή του. Κι αντιστρόφως: άνθρωπος και πάλι, πλούσιος ή πτωχός, που έχει ως κέντρο του τα υλικά αγαθά, είτε πραγματικά είτε ως επιθυμία, είναι ο άνθρωπος που αδυνατεί να σχετιστεί με τον Θεό. Διότι η καρδιά του είναι γεμάτη από άλλα πράγματα, χωρίς επομένως να υπάρχει χώρος για Εκείνον.

Αντώνιος Σουρόζ: Η λύτρωση από την απιστία (Κυριακή Ε΄Λουκά)


+ Anthony Bloom 
(Metropolitan of Sourozh, 1914- 2003)

Τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ Λαζάρου

Ὁ πλούσιος της παραβολῆς αὐτῆς (Λκ.16.19-31) εἶχε ζήσει μιὰ ἄσκοπη, ἄδεια καὶ ἀνόητη ζωὴ καὶ ὅταν μπῆκε στὴν αἰωνιότητα ἀνακάλυψε ὅτι δὲν εἶχε ἀποκομίσει τίποτα ἀπὸ τὴ γῆ· μέσα του εἶχε μία ἔρημο, ἕνα κενό. Γεμάτος φρίκη γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ μόνοι ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ τοὺς ὁποίους ἀγαποῦσε ἀκολουθοῦσαν τὴν ἴδια πορεία καὶ θὰ κατέληγαν στὸν ἴδιο τόπο τῆς ἀπομόνωσης, στὴν κατάσταση ἐκείνη τοῦ ἐσωτερικοῦ κενοῦ, στρέφεται στὸν Ἀβραὰμ μὲ τὸ αἴτημα νὰ σταλεῖ ἕνας μάρτυρας ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα γιὰ νὰ προειδοποιήσει καὶ νὰ σώσει τοὺς συγγενεῖς του.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀβραὰμ ἀπευθύνεται καὶ σ' ἐμᾶς: «Ἔχουν τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πάνω στὴ γῆ γνώριζαν τὸ Θεὸ καὶ ποὺ ἀνάγγειλαν τὶς ὁδούς Του σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν «ὦτα ἀκούειν». Γιατί δὲν ἀκοῦν ἐκείνους;» Ὁ πλούσιος ὅμως λέει: «Ὄχι, αὐτὸ δὲν εἶναι ἀρκετὸ· θὰ μπορέσουν νὰ πιστέψουν μόνο ἂν τοὺς ἐπισκεφτεῖ ἕνας ἀπό τοὺς νεκρούς».

Ὁ Χριστὸς μᾶς λέει στὴν παραβολὴ αὐτὴ ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς δὲ θὰ μπορέσει νὰ πείσει τὸν ἄλλο ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς, ἂν τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ἔχει παραθεωρήσει ἄλλες μαρτυρίες. Τὰ λόγια αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐφαρμοστοῦν τόσο σ' ἐμᾶς ὅσο καὶ στὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς.

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Ε΄ Κυριακής Λουκά


Καραβιδόπουλος Ἰωάννης
Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου
Πηγή: www.amen.gr 

«Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος, φοροῦσε πολυτελῆ ροῦχα καὶ τὸ τραπέζι του κάθε μέρα ἦταν λαμπρό. Κάποιος φτωχὸς ὅμως, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ἦταν πεσμένος κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές, καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἔρχονταν καὶ τὰ σκυλιὰ καὶ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές. Κάποτε πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τὸν πῆγαν κοντὰ στὸν Ἀβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν. Στὸν ἅδη ποὺ ἦταν καὶ βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ κοντὰ του τὸ Λάζαρο. Τότε φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε: «πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου μὲ καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου του καὶ νὰ μοῦ δροσίσει τὴ γλώσσα, γιατί ὑποφέρω μέσα σ' αὐτὴ τὴ φωτιά». Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὴν εὐτυχία στὴ ζωή σου, ὅπως κι ὁ Λάζαρος τὴ δυστυχία. Τώρα λοιπὸν αὐτὸς χαίρεται ἐδῶ, κι ἐσὺ ὑποφέρεις. Κι ἐκτὸς ἀπ' ὅλα αὐτά, ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ 'δω σ' ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν, οὔτε οἱ ἀπὸ 'κει μποροῦν νὰ περάσουν σ' ἐμάς». Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: «τότε σὲ παρακαλῶ, πατέρα, στεῖλε τον στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδερφούς μου, ὥστε νὰ μὴν ἔρθουν κι ἐκεῖνοι σ' αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο τῶν βασάνων». Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ λέει: «ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν ἂς ὑπακούσουν σ' αὐτά». «Όχι, πατέρα μου Ἀβραάμ», τοῦ λέει ἐκεῖνος, «δὲν ἀρκεῖ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει σ' αὐτούς, θὰ μετανοήσουν». Τοῦ λέει τότε ὁ Ἀβραάμ: «ἂν δὲν ὑπακοῦνε στὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἀκόμη κι ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν πρόκειται νὰ πεισθοῦν»» (Λουκ. 16, 19-31).

Γνωστὴ σὲ ὅλους μας εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Εἶναι ὅμως τὸ κεντρικὸ θέμα της ἡ καταδίκη τοῦ πλούτου καὶ ὁ ὕμνος τῆς φτώχειας, ὅπως φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως; Τὸ κοινωνικὸ βέβαια πλαίσιο δὲν εἶναι ἀδιάφορο γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ δὲν ἀποτελεῖ τὸν κεντρικὸ στόχο του. Ὁ φτωχὸς δὲν κερδίζει τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ εἶναι φτωχός, ἀλλὰ μόνον ἐφόσον στηρίζει τὶς ἐλπίδες του στὸν Θεὸ καὶ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή του· καὶ ὁ πλούσιος δὲν εἶναι καταδικασμένος μόνο καὶ μόνο γιατί ἔχει ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ γιατί κινδυνεύει νὰ χάσει τὸ πᾶν ὅταν ἡ ζωὴ του εἶναι στηριγμένη στὰ ἀγαθά του καὶ ὄχι στὸν Θεό, ὅταν ξεχάσει τὸν φτωχὸ συνάνθρωπό του καὶ ὅταν κλεισθεῖ καὶ παγιδευτεῖ στὸν πλοῦτο του. Ὅτι μπορεῖ ἕνας πλούσιος νὰ εἶναι πρότυπο ἀγάπης καὶ ἕνας φτωχὸς νὰ εἶναι ἀσεβής, ἀποτελεῖ ἐπίσης μία πιθανὴ κατάσταση μέσα στὴ ζωή.

Ἔτσι οἱ λέξεις «πλούσιος» καὶ «πτωχὸς» στὴ διήγησή μας ἔχουν ἕνα περισσότερο θρησκευτικὸ παρὰ κοινωνικὸ περιεχόμενο. Ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο ἀποβλέπει ἡ παραβολὴ εἶναι ἡ ἐπισήμανση ἑνὸς πραγματικοῦ κινδύνου, τοῦ κινδύνου τῆς αὐτάρκειας καὶ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ εὐημερία εἶναι ἀτέλειωτη κι ὅτι τὸ μόνο σταθερὸ καὶ ἀμετάβλητο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώθηκε μέσα στὴν Ἁγία Γραφή. Ὅλα ἀλλάζουν κι εὑρίσκεται ὁ ἀνθρωπος μπροστὰ σὲ ἀπροσδόκητες ἐκπλήξεις· ὅταν μάλιστα εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ νὰ μετανοήσει, ἡ κατάστασή του γίνεται ἀναπόφευκτα τραγική.

Ὁ πλούσιος της διηγήσεως βλέπει νὰ μεταβάλλονται τὰ πάντα. Αὐτὸς διψᾶ κι ὁ πτωχὸς εὐφραίνεται, ἔχασε τὰ πάντα ἐνῶ ὁ Λάζαρος βρίσκεται στὸ πλήρωμα τῆς εὐτυχίας. Ζητεῖ νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδελφούς του γιὰ τὴ μελλοντικὴ τύχη τους. Σκέφτεται ὅτι ἂν κάποιος ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν νεκρῶν ἀναστηθεῖ καὶ τοὺς πληροφορήσει, θὰ προλάβουν τὸ κακό. Ἀλλ’ ἡ ἀπάντηση ποὺ παίρνει εἶναι σαφής: «Ἔχουν τὴν Ἁγία Γραφή, ἂς τὴν προσέξουν. Ἂν δὲν πιστεύουν σ’ ὅσα γράφονται σ’ αὐτή, οὔτε καὶ σ’ ἕνα νεκραναστημένο θὰ πιστέψουν».

π. Φιλόθεος Φάρος: Ποιο ήταν το αμάρτημα του πλουσίου;



Αρχιμ. Φιλοθέου Φάρου
(απόσπασμα από συνέντευξή του)

Στην Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, αύριο, θα διαβαστεί η γνωστή ευαγγελική περικοπή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου. Με την ευκαιρία αυτή παραθέτουμε ένα απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε ο Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Φάρος, στην οποία κάνει ένα σχόλιο για την συγκεκριμένη περικοπή: 

" Μεγάλη αµαρτία είναι η παράβαση δύο βασικών εντολών. Να µην αγαπάς τον Θεό και να µην αγαπάς τον συνάνθρωπο. Η αλαζονεία από τη µια και ο εγωκεντρισµός από την άλλη. Θυµάστε την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου; Ο πλούσιος απολάµβανε όλα τα αγαθά που του πρόσφεραν τα πλούτη του, ρούχα και φαγητά, χωρίς να έχει κάνει είτε µοιχείες, είτε πορνείες, είτε κάποιο κακό. Ο φτωχός Λάζαρος, απ’ την άλλη, µάζευε τα ψίχουλα που έπεφταν απ’ τα τραπέζια του πλούσιου. Και δεν έχουµε κανένα λόγο, λέει ο Άγιος Χρυσόστοµος, να πιστεύουµε πως αν ο Λάζαρος του ζητούσε ένα κοµµάτι ψωµί, δεν θα του το έδινε. Ποιο ήταν τότε το µεγάλο αµάρτηµα του πλούσιου και όταν πέθαναν, ο µεν Λάζαρος βρισκόταν στην αγκαλιά του Αβραάµ, ο δε πλούσιος εκλιπαρούσε να βουτήξει ο Λάζαρος το χέρι του στο νερό και να του βρέξει λίγο τη γλώσσα καθότι «οδυνώµαι εν τη φλογή ταύτη»; Ποιο ήταν, λοιπόν, το αµάρτηµα του πλούσιου; Δεν τον πρόσεξε καν τον Λάζαρο. Ήταν τόσο απασχοληµένος µε τον εαυτό του, που δεν παρατήρησε τον συνάνθρωπό του. "


Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος: Ευαγγέλιο Κυριακής ΣΤ΄ Λουκά



του Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ
(Λουκά η' 27-39)

Σε τέσσερεις Κυριακές μέσα στο χρόνο διαβάζονται στη θεία Λειτουργία Ευαγγέλια που περιγράφουν θεραπείες δαιμονισμένων από το Χριστό. Την Ε’ και την Ι’ Κυριακή του Ματθαίου, την ΣΤ’ του Λουκά και την Δ’ Κυριακή των Νηστειών. Είναι αλήθεια ότι δεν μας είναι συμπαθή αυτά τα αναγνώσματα αλλά η Εκκλησία γι’ αυτό ακριβώς τα επαναλαμβάνει επειδή θέλει να διαγείρει την προσοχή μας για τους πνευματικούς κινδύνους που διατρέχουμε. Υπάρχουν σήμερα γύρω μας άνθρωποι που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του διαβόλου και περιφρονούν τη δύναμή του. Υπάρχουν κι άλλοι που τον τρέμουν και νομίζουν ότι είναι άβουλα όντα στα χέρια του. Ούτε οι πρώτοι έχουν δίκιο, μα, ούτε και οι δεύτεροι. Αλλά είναι αλήθει αυτό που ειπώθηκε, ότι «πουθενά αλλού δεν χορεύει ο διάβολος καλύτερα, από εκεί που νομίζουν ότι δεν υπάρχει». Πολλά νέα παιδιά μας, επηρεασμένα από περιοδικά, από ηλεκτρονικά παιχνίδια τους και κινηματογραφικές ταινίες, επιδιώκουν να συνάψουν συμμαχία μαζί του, ώστε να καρπωθούν τις δυνάμεις του. Υπάρχουν και ώριμοι άνθρωποι δίπλα μας, που με τελετές και επικλήσεις σ’ αυτόν, προσπαθούν άλλοτε να ωφεληθούν κι άλλοτε να βλάψουν. Ετσι βιώνουμε μια θολή και μπερδεμένη εικόνα περί του κακού, το οποίο για την χριστιανική μας Πίστη, έχει υπόσταση. Είναι πρόσωπο. Είναι κτίσμα άυλο, με προσωπική, πνευματική υπόσταση, κατώτερη από το Θεό και ανώτερη από τον άνθρωπο. Δημιουργήθηκε από το Θεό, όπως όλα τα λογικά δημιουργήματά του, με ελευθερία βουλήσεως, και κάνοντας χρήση αυτής της ελευθερίας του, επαναστάτησε κατά του Θεού και απομακρύνθηκε από κοντά του. Στη συνέχεια, αμαυρώθηκε η εικόνα του, μίσησε κάθε τι καλό και περιφέρεται σαν λιοντάρι που ωρύεται, ζητώντας να εξοντώσει τους πάντες.  
Ο Απόστολος Παύλος μας προϊδεάζει ότι η πάλη μας με τον διάβολο δεν είναι εύκολη. Έχουμε να παλέψουμε με «αρχές και εξουσίες, με τους κυρίαχους αυτού του σκοτεινού κόσμου, με πονηρά πνεύματα που βρίσκονται ανάμεσα στη γη και στον ουρανό». Όσοι ενδιαφέρονται, μόνο με επιστημονικές μεθόδους και οικονομικά μέσα, να βελτιώσουν τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, βρίσκουν μπροστά τους εμπόδια μόνο ψυχολογικά και παιδαγωγικά. Όμως, η Εκκλησία που ενδιαφέρεται να «μορφώσει Χριστόν» στις καρδιές των ανθρώπων, να αναδείξει αγίους, που όχι απλώς θα πετύ-χουν στο βίο αλλά θα σωθούν στην αιώνια ζωή, η Εκκλησία, λοιπόν, αναζητεί βαθύτερα τις ρίζες τις κακίες για να είναι πιό δραστικά τα μέσα καταπολέμησής της. Αποδεικνύει ότι ο διάβολος είναι «ο κοσμοκράτορας του αιώνος τούτου». Δεν είναι αόριστα η αφηρημένη έννοια του κακού, είναι το «αντίδικο», το «αντικείμενο» πρόσωπο του Σατανά, όχι με φυσικές και ηθικές δυνάμεις, αλλά με πνευματικές και υπερφυσικές, που εχθρεύονται όχι μόνο την τάξη της γης αλλά και του ουρανού. Γι’ αυτό και τα μέσα με τα οποία τον πολεμά η Εκκλησία δεν είναι ψυχολογικά ή παιδαγωγικά, αλλά είναι κυρίως πνευματικά. Ο πονηρός δεν καταπολεμείται με τον εθισμό και την άσκηση, δεν παλεύεται με τη δύναμη της θελήσεως και του ορθού λόγου αλλά με τη θεία Χάρη. Η Χάρη του Θεού, όταν έλθει στον άνθρωπο, τότε καθαρίζει, φοβερίζει, ενισχύει και κάνει ανίκητες τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις του ανθρώπου. Ακόμα και τις πιό φυσικές, ασθενικές του δυνάμεις. Απαραίτητη προϋπόθεση της δυναμικής αυτής, που μπορεί να εκμεταλλευτεί ο άνθρωπος, είναι η Πίστη του, η οποία δυναμώνει τη σκέψη του, τη θέλησή του και το συναίσθημά του και τον καθιστά ικανό να νικήσει ολοκληρωτικά το διάβολο.
Τ
ο βασικό στη σημερινή ευαγγελική περικοπή είναι ο διάλογος μεταξύ του Ιησού Χριστού και της στρατειάς των πονηρών πνευμάτων, εξ ονόματος των οποίων μιλάει ο ασθενής. Ο διάλογος αυτός, δίνει σαφή μαρτυρία και απόδειξη περί του διαβόλου ως προσώπου και όχι ως προσωποποιήσεως του κακού. Συγχρόνως στο διάλογο βρίσκουμε έμμεση απόδειξη περί της θεότητος του Ιησού Χριστού. Το πονηρό πνεύμα μιλάει δια του ανθρώπου, όταν βλέπει τον Ιησού και φωνάζει «Τί δουλειά έχεις εσύ μέ μένα, Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού; Μήπως τάχα ήρθε η ώρα μου;». Ο ευαγγελιστής Ματθαίος προσθέτει: «...ήρθες να μας βασανίσεις πριν την ώρα μας;»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ: Ευαγγελικό Ανάγνωσμα


Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη
«ελθόντι τω Ιησού…υπήντησεν αυτώ ανήρ τις, ος είχε δαιμόνια…»

α. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εκκλησία μας θέτει ως ανάγνωσμα το περιστατικό της θεραπείας του  δαιμονισμένου (ή των δύο δαιμονισμένων κατά τον ευαγγελιστή Ματθαίο) της περιοχής των Γερσεσηνών ή Γαδαρηνών. Και τούτο διότι θέλει να μας τονίσει ότι ο Κύριος ήλθε στον κόσμο ως  ελευθερωτής των ανθρώπων όχι μόνον από την ασθένεια και τον πόνο, όχι μόνον από την αμαρτία και το αποτέλεσμα αυτού τον θάνατο, αλλά και από τον ίδιο τον αρχέκακο διάβολο, τον απαρχής «ανθρωποκτόνον». Ο Κύριος ήλθε, κατά τον λόγο της Γραφής, «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου». Αυτό που αποτελούσε στοιχείο του τέλους του κόσμου, κατά την Παλαιά Διαθήκη: η παντελής αποδυνάμωση των πονηρών δυνάμεων, γίνεται με τον Κύριο παρούσα πραγματικότητα, δείγμα βεβαίως ότι τα έσχατα ήδη εισήλθαν από Εκείνον μέσα στον κόσμο τούτο. Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα λοιπόν με τρόπο ανάγλυφο μας δείχνει την εξουσία του Κυρίου, ο Οποίος συναντώμενος με τα δαιμόνια στο πρόσωπο ενός ταλαίπωρου ανθρώπου, εκδιώκει αυτά, προσφέροντας στην κοινωνία τον θεραπευμένο άνθρωπο ως πραγματικό άνθρωπο.

β. 1. Ως εκ περισσού καταρχάς, ας υπενθυμίσουμε ότι τα δαιμόνια δεν αποτελούν αποκύημα της φαντασίας κάποιων ανθρώπων, ευρισκομένων σε νηπιακό επίπεδο ζωής, όπως αρέσκονται άθεοι άνθρωποι να λένε, ή μυθοποιημένο προσωποποιημένο περίβλημα απλώς της ύπαρξης του κακού, κατά την αποχριστιανοποιημένη τοποθέτηση ετεροδόξων «χριστιανών». Τέτοιες θέσεις, θα έλεγε κανείς, εκφράζονται από εκείνους που έχουν πέσει θύματα των τεχνασμάτων του Πονηρού, ο οποίος το πρώτο που επιχειρεί να κάνει, είναι να πείσει τους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει. Σαν τους ευφυείς εχθρούς μίας χώρας, οι οποίοι κρύβονται με τέτοιον τρόπο, παραλλάσσοντας τη θέση τους, ώστε να πείσουν τους αντιπάλους τους ότι δεν υπάρχουν. Τα δαιμόνια υφίστανται και κατά την πίστη μας συνιστούν δημιουργήματα του Θεού, τα οποία ενώ δημιουργήθηκαν ως πνεύματα αγαθά, προκειμένου να υπηρετούν τον Θεό και το άγιο θέλημά Του, όμως λόγω της κακής χρήσης της προαιρέσεώς τους διεφθάρησαν και ξέπεσαν, γενόμενα πνεύματα πονηρά, τα οποία αντίκεινται έκτοτε  στον Θεό, - η πτώση τους ήταν και ένα είδος θανάτου τους - προσπαθώντας όχι μόνον να βρίσκονται σε ανυπακοή προς Εκείνον, αλλά και να καταστρέφουν την όποια δημιουργία του Θεού, κυρίως τον άνθρωπο. Βεβαίως, ο Θεός δεν καταστρέφει τα δημιουργήματά Του αυτά – ο Θεός ποτέ δεν καταστρέφει την δημιουργία Του – τα κρατάει στην ύπαρξη δε, ώστε, έστω και με τον αρνητικό τρόπο δράσεώς τους, να εξυπηρετούν το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου.

2. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται στη χώρα των Γεργεσηνών, για να συναντήσει έναν άνθρωπο, ευρισκόμενο υπό κατοχήν  δαιμονίων,  και να τον απελευθερώσει από την κόλαση της παρουσίας τους. Διότι τα δαιμόνια, εισερχόμενα στον άνθρωπο, δημιουργούν πράγματι μία κατάσταση κολάσεως, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους γύρω του ανθρώπους, αλλά και για το φυσικό περιβάλλον. Το ευαγγέλιο με ανάγλυφο τρόπο μας περιγράφει την τραγωδία του δαιμονισμένου: 
(α) ο ίδιος καταρχάς ζει σε μία παντελή έλλειψη αυτοσεβασμού και αυτοσυνειδησίας. Μη αντέχοντας ρούχο επάνω του, γυμνός, δεν έχει επίγνωση του εαυτού του, κάτι που αποδεικνύεται αμέσως με την απάντηση που «δίνει» στο ερώτημα του Κυρίου: «τι σοι εστιν όνομα;» «Λεγεών, ότι δαιμόνια πολλά εισεληλύθασιν εις αυτόν». Ενώ ερωτάται εκείνος, απαντούν τα δαιμόνια. Ο άνθρωπος ευρισκόταν σε αιχμαλωσία, δεν ήταν ο εαυτός του, δεν είχε όνομα, δεν είχε λοιπόν ταυτότητα. Ο διάβολος δηλαδή οδηγεί τον άνθρωπο σε μία κατάσταση χάους και ερημίας πνευματικής, κάνει τον άνθρωπο να χάνει ό,τι τον συνδέει με την ίδια την ανθρώπινη ψυχοσωματική του οντότητα. Είναι η κατάσταση της πνευματικής νέκρωσης, για την οποία ο Κύριος επανειλημμένως είχε μιλήσει: «άφες τους νεκρούς, θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Σαν την κατάσταση επίσης που είχε περιέλθει ο άσωτος της παραβολής, μετά την απομάκρυνση από το σπίτι του Πατέρα του: «ο υιός μου ούτος νεκρός ήν…και απολωλός».
(β) Έπειτα, η σχέση του με τους συνανθρώπους του δεν υφίσταται. Ο δαιμονισμένος αδυνατεί να συνυπάρξει με τους άλλους. Ζει στα μνήματα και σε έρημους τόπους. Οι κατοικημένες περιοχές τον οδηγούν σε «ασφυξία». Κι όχι μόνον αυτό. Είναι και το φόβητρο των ανθρώπων. Τον έβλεπαν και τον έτρεμαν. Εμφορούμενος από δυνάμεις πέραν του κανονικού, λόγω των δαιμονίων, τον αλυσόδεναν, κι αυτός έσπαγε τις αλυσίδες και έφευγε. Αλλά αυτό είναι ο ορισμός της κόλασης. Η Εκκλησία μας έτσι ορίζει την κόλαση του ανθρώπου: ως αδυναμία σχέσης με τους άλλους, ως παντελή έλλειψη κοινωνίας με τον συνάνθρωπο. Όλοι γνωρίζουμε το περιστατικό από το Γεροντικό με τον όσιο Μακάριο: συνάντησε στον δρόμο του ένα κρανίο ανθρώπου, και στην ερώτησή του προς το πνεύμα του ανθρώπου εκείνου, σε ποια κατάσταση βρίσκεται, εκείνο του απάντησε ότι ήταν στον κόσμο ιερέας των ειδώλων κι ότι τώρα βρίσκεται μέσα σε μία φωτιά, που του προκαλεί άφατη οδύνη. Αλλά το χειρότερο, είπε, είναι το γεγονός ότι αδυνατούμε οι εκεί ευρισκόμενοι να δούμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η κόλαση της απόλυτης μοναξιάς: το τίμημα της συνύπαρξης με τον διάβολο.
(γ) Αλλά και με το φυσικό περιβάλλον υπήρχε πρόβλημα. Ο δαιμονισμένος προκαλούσε καταστροφές. Η παρουσία του συνδεόταν με τέτοιες ενέργειες, που όπως είπαμε, αναγκάζονταν να τον αλυσοδένουν, για να ηρεμούν. Χωρίς βεβαίως αποτέλεσμα. Ο διάβολος μισεί όλη τη δημιουργία. Πρωτίστως τους ανθρώπους, αλλά και όλα τα πλάσματα του Θεού.

Δύο πιθανές τοποθετήσεις μπροστά στήν ἐλευθερία (Κυριακή ΣΤ΄ Λουκά)

Καραβιδόπουλος Ἰωάννης
Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου


«Ἐκεῖνο τόν καιρό καθώς ἔφτασε ὁ Ἰησοῦς στήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν, τόν συνάντησε κάποιος ἄντρας ἀπό τήν πόλη, πού εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολύν καιρό. Ροῦχο δέν ντυνόταν οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε στά μνήματα. Ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἔβγαλε μία κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ μ' ἐμένα Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ; Σέ παρακαλῶ μή μέ βασανίσεις». Αὐτά τά εἶπε, γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τό δαιμονικό πνεῦμα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶχε στήν ἐξουσία του, καί γιά νά τόν συγκρατήσουν τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί τοῦ ἔβαζαν στά πόδια σιδερένια δεσμά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔσπαζε τά δεσμά, καί τό δαιμόνιο τόν ὁδηγοῦσε στίς ἐρημιές. Ὁ Ἰησοῦς τόν ρώτησε: «Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Λεγεών»•γιατί εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια. Τά δαιμόνια, λοιπόν, τόν παρακαλοῦσαν νά μήν τά διατάξει νά πᾶνε στήν ἄβυσσο. Ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοίρους πού ἔβοσκαν στό βουνό, καί τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά τούς ἐπιτρέψει νά μποῦν στούς χοίρους, καί τούς τό ἐπέτρεψε. Βγῆκαν, λοιπόν, ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μπῆκαν στούς χοίρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε πρός τόν γκρεμό καί πνίγηκε στή λίμνη. Μόλις οἱ βοσκοί εἶδαν τί ἔγινε, ἔφυγαν καί τό εἶπαν στήν πόλη καί στήν ὕπαιθρο. Βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι νά δοῦν τί ἔγινε καί ἦρθαν κοντά στόν Ἰησοῦ. Βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο βγῆκαν τά δαιμόνια νά κάθεται δίπλα στόν Ἰησοῦ, νά φοράει ροῦχα καί νά φέρεται λογικά, καί φοβήθηκαν. Ὅσοι εἶχαν δεῖ τί εἶχε γίνει, τούς εἶπαν γιά τό πῶς ὁ δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε ὅλο τό πλῆθος ἀπό τήν περιοχή τῶν Γαδάρων παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, γιατί τούς εἶχε πιάσει μεγάλος φόβος. Ἐκεῖνος μπῆκε στό πλοιάριο γιά νά γυρίσει πίσω. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσε νά τόν πάρει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ εἶπε νά φύγει, μέ τά παρακάτω λόγια: «Γύρισε στό σπίτι σου καί διηγήσου ὅσα ἔκανε σ' ἐσένα ὁ Θεός». Ἐκεῖνος ἔφυγε διαλαλώντας σ' ὅλη τήν πόλη ὅσα ἔκανε σ' αὐτόν ὁ Ἰησοῦς» (Λουκ. 8, 26-39).

Ὁ Χριστός παρουσιάζεται στή διήγησή μας ὡς ἐλευθερωτής τῶν ἀνθρώπων ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις πού τόν κρατοῦν αἰχμάλωτο καί τόν δυναστεύουν. Σ’ αὐτή τήν προσφορά ἐλευθερίας παρατηροῦμε δύο τρόπους ἀνταποκρίσεως τῶν ἀνθρώπων: ἡ μία ἐκπροσωπεῖται ἀπό τόν δαιμονισμένο ποὺ θεραπεύθηκε, ἡ ἄλλη ἀπό τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς στήν ὁποία ἔγινε τό θαῦμα. Ὁ πρῶτος, μετά τή συνάντησή του μέ τόν ἐλευθερωτή καί σωτήρα Χριστό, μεταβάλλεται ριζικά: ἀπό γυμνός γίνεται «ἰματισμένος καί σωφρονῶν»· ἀπό ἀκοινώνητος πού ζοῦσε στά μνήματα καί στίς ἐρήμους βρίσκεται τώρα σέ ἐπικοινωνία μέ τούς συνανθρώπους του, τούς ὁποίους σπεύδει νά συναντήσει γιά νά τούς διηγηθεῖ τή θαυματουργική θεραπεία του- ἀντί τῆς ἐπιθετικότητας καί τῆς καταστροφικῆς καί αὐτοκαταστροφικῆς μανίας πού εἶχε (βλ. τίς παράλληλες διηγήσεις στά Μάρκ. 5, 3-5. Ματθ. 8, 28 ἑξ.) γίνεται τώρα ἡ αἰτία σωτηρίας τῶν ἄλλων ἀντί τῆς προηγούμενης διεσπασμένης προσωπικότητάς του πού φαίνεται ἀπό τήν ὀνομασία «λεγεών»(: «γιατί εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια») ἀποκτᾶ τώρα ἕνα ἑνιαῖο κέντρο, τό ὁποῖο γνωρίζει πολύ καλά τί θέλει, νά μείνει κοντά στόν Ἰησοῦ.

Ἐνῶ ὅμως ὁ πρώην δαιμονισμένος ἐπιθυμεῖ τή μόνιμη συντροφιά τοῦ Ἰησοῦ, οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ζητοῦν τήν ἀπομάκρυνση τοῦ εὐεργέτη, γιατί τούς κυρίεψε ὁ φόβος. Εἶδαν τή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ καί τρομοκρατήθηκαν. Σκέφθηκαν ἀμέσως ὅτι ἡ παρουσία ἑνός ἰσχυροῦ θαυματοποιοῦ ἀνάμεσά τους μπορεῖ νά συνεπάγεται ἴσως ὁρισμένες ὑλικές ζημίες, ὅπως ἦταν π.χ. ἡ καταστροφή τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων. Ὁ «φόβος» τους γιά τόν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ εὐαγγελιστής δέν εἶναι τό δέος καί ἡ συντριβή μπροστά στή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ἀρχή τῆς ἀναγνωρίσεώς του καί τῆς προσκυνήσεως, ἀλλ’ ὁ τρόμος μήπως ἡ παρουσία του τούς ὁδηγήσει στή στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα δέν θέλουν νά χάσουν. Τυφλοί ὡς πρός τό πνευματικό τους συμφέρον, βλέπουν μπροστά τους μόνο τό ὑλικό συμφέρον. Ἀπορρίπτουν τήν ἐλευθερία, προτιμώντας νά μείνουν δοῦλοι.

Κυριακή ΣΤ΄ Λουκά: Αποστολικό Ανάγνωσμα

Μητροπολίτου Εδέσσης Ιωήλ

" Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἄρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ. " (Γαλ. β΄16-20)

"Επειδή όμως ξέρουμε ότι δε δικαιώνεται ο άνθρωπος από τα έργα του νόμου παρά μόνο μέσω της πίστης στον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό και εμείς πιστέψαμε στο Χριστό Ιησού, για να δικαιωθούμε από την πίστη στο Χριστό και όχι από τα έργα του νόμου. γιατί από τα έργα του νόμου δε θα δικαιωθεί καμιά σάρκα.  Αν όμως, ζητώντας να δικαιωθούμε με το Χριστό, βρεθήκαμε κι εμείς οι ίδιοι αμαρτωλοί, άρα ο Χριστός είναι διάκονος της αμαρτίας; Είθε να μη γίνει! Γιατί, αν όσα γκρέμισα, αυτά πάλι οικοδομώ, παραβάτη αποδείχνω τον εαυτό μου.  Γιατί εγώ πέθανα ως προς το νόμο διαμέσου του νόμου, για να ζήσω για το Θεό. Μαζί με το Χριστό έχω σταυρωθεί. Ζω, λοιπόν, όχι πια εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και τη ζωή που τώρα ζω στη σάρκα, τη ζω με την πίστη που έχω στον Υιό του Θεού, ο οποίος με αγάπησε και παράδωσε τον εαυτό του για μένα."

Οι Συσταυρωμένοι με τον Χριστό
Το να ακολουθήσει κανείς τον Χριστό στη ζωή του δεν αποτελεί μια απλή επιλογή ή ένα ανδραγάθημα. Καλείται να αρνηθεί τον εαυτό του. Γιατί δεν νοείται πνευματική ανακαίνιση και προκοπή χωρίς σταύρωση και σωματική στέρηση. Από τη στιγμή που αποφασίζει κανείς να πορευθεί πίσω από τον Κύριο, αρχίζουν οι σκληροί αγώνες του. Οι άνθρωποι είναι φίλαυτοι και φιλοτομαριστές και δύσκολα μπορούν να παραδεχθούν μια θεληματική δοκιμασία. Η όλη διδασκαλία του Κυρίου συνοψίζεται στα λόγια που λέγει ο απ. Παύλος· «ἐν Χριστῷ συνεσταύρωμαι» (Γαλ. 2,19).
Ο Θεοφάνης ο Κεραμεύς σχολιάζοντας την επιθυμία του Χριστού να σηκώσουμε τον Σταυρό Του, τονίζει ότι ο Κύριος συνεχώς μας προτρέπει σ' αυτό: «οὐ μόνον ἐγὼ πρὸς τὸ παθεῖν ἐπείγομαι, ἀλλὰ πάντας βούλομαι τὸν αὐτὸν ἐλέσθαι μοι θάνατον». Είναι γνωστό πως κανείς δεν ανέβηκε στον Παράδεισο με άνεση και πλατυσμό. Η φιλοσοφία των ανθρώπων «να ζήσουμε καλά τη ζωή μας και να περάσουμε άνετα τα χρόνια μας», είναι αντίθετη με το πνεύμα του Χριστού. Οι θεοφόροι Πατέρες είχαν διαρκώς μπροστά τους τη φρικώδη παράσταση της σταυρώσεως του Χριστού για να παίρνουν θάρρος να αγωνίζονται «τὸν καλὸν ἀγῶνα». Έτσι εξηγείται γιατί «τοὺς μακροὺς ἐκείνους τῆς ἀσκήσεως πόνους διήνυσαν ἀνδρικώτατα».
Ο Απόστολος των εθνών γνωρίζοντας πως η τήρηση των διατάξεων του μωσαϊκού νόμου δεν χαρίζει στους πιστούς τη ζωή του Χριστού, αποθαρρύνει τους Γαλάτες να εφαρμόζουν τις άσκοπες διατάξεις του. Η σωτηρία δεν συντελείται με τους καθαρμούς και την περιτομή, αλλά με τη θυσία του Χριστού που είναι μία και μοναδική· «μιᾷ γὰρ προσφορᾷ τετελείωκεν εἰς τὸ διηνεκὲς τοὺς ἁγιαζομένους» (Ἑβρ. 10,14). Αντίθετα η περιτομή όχι μόνον ήταν μάταιη, αλλά και επικίνδυνη, γιατί χώριζε τους ανθρώπους από τον Χριστό. Ας δούμε όμως με ποιον τρόπο γίνεται η συσταύρωσή μας με τον Χριστό.

Ο άγιος Αρέθας (24 Οκτωβρίου)




του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
(από σημερινή ανάρτησή του στο facebook)

24 Οκτωβρίου:
του αγίου Αρέθα, μάρτυρα στη Νότια Αραβία του 6ου αιώνα [και μέρα γιορτής του μονάκριβού μας, για το δεύτερο όνομά του].
Για τον άγιο Αρέθα έχω γράψει σε διάφορες ευκαιρίες. Αυτή τη φορά θα κεράσω μιαν άλλη λεπτομέρεια: 
Το μαρτύριο του Αρέθα έλαβε χώρα στο πλαίσιο του μαρτυρίου της πόλης του, Ναγράν. Ο διώκτης βασιλιάς συγκέντρωσε τους περισσότερους άντρες, τους έκλεισε στην εκκλησία και την πυρπόλησε. Οι γυναίκες τους δεν είχαν συλληφθεί. Βλέποντας όμως αυτό που συνέβαινε, έτρεξαν στη εκκλησία και μπήκαν και οι ίδιες στη φωτιά. Πέθαναν μαζί... 
Θυμάμαι ότι στον γάμο μας, οι εκ των συγγενών μας μικρασιάτες και Κωνσταντινουπολίτες μάς έδιναν μια ευχή που ξένισε τους υπόλοιπους: "Καλά στερνά!". Οι υπόλοιποι σκανδαλίστηκαν ("μα, λένε για θάνατο στα παιδιά, τη μέρα του γάμου τους;"). Όμως η λακωνικά πολύτιμη ευχή άλλο έλεγε: να 'χετε μια αγάπη που θα κρατήσει μέχρι το τέρμα... Κι όταν τέρμα είναι η ατερμάτιστη αιωνιότητα, τότε η ευχή μιλάει για μια αγάπη που δεν θα την διακόψει τίποτα!
Οι ρηχοί ας σκεφτούν ρηχά και ας κάτσουν να φλυαρούν, αν η στάση των Ναγρανιτισσών ήταν αυτοκτονία... Την ώρα που αυτοί θα ρηχαίνουν την εκκλησιαστική εμπειρία (όπου η ποικιλία είναι ευλογία και η μονοκαλλιέργεια θάνατος), οι Ναγρανίτισσες θα γιορτάζουν! Η 24η Οκτωβρίου είναι μέρα μνήμης του Αρέθα και όσων των συντρόφεψαν στο δύσκολο δρόμο.
Αυτά, προσώρας!

Για όποιον έχει όρεξη για δυο λόγια παραπάνω, παραθέτω απόσπασμά μου: 
"Κυβερνήτης της πόλης Ναγράν ο Αρέθας, μαζί με τους συντρόφους του αντέταξε ένα είδος πολιτικής θεολογίας της ανυπακοής απέναντι στον διώκτη βασιλιά της χώρας. Με καρδιά της αναμέτρησης την θρησκευτική ελευθερία (δηλαδή τη συμμόρφωση ή όχι στις θρησκευτικές επιλογές του βασιλιά), το συναξάρι του αγίου Αρέθα και των συντρόφων του υπομνηματίζει σημεία της Αγίας Γραφής, τα οποία φαίνεται να ζητούν απροϋπόθετη υποταγή στις πολιτικές εξουσίες, και διευκρινίζει ότι δεν σφάλλει όποιος ελέγχει άνομες εξουσίες. Υπακοή σε τύραννο είναι ασέβεια!".
(Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, "Η Ρήξη με το μηδέν", εκδ. Αρμός 2015, σ. 24).